ὀψίζω

Revision as of 11:03, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

(ὀψέ) do late, go late, or come late, X.An.4.5.5, HG6.5.21, Plu.Lyc. 12:—Pass., ὀψίζεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς = to be in the streets late at night, Lys.Fr.18, cf. X.Cyn.6.4; ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες = belated in the hunting-field, benighted in the hunting-field, Id.Lac.6.4; ὠψίσθημεν τῆς ἀναγωγῆς Hld.5.22.

German (Pape)

[Seite 432] spät thun, spät od. zu spät kommen, Xen. Hell. 6, 5, 21 u. öfter, u. Sp.; – pass. sich verspäten, ὀψίζεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, noch spät Abends auf den Straßen sein, Lys. bei B. A. 110; Xen. Cyn. 6, 4; ὀψισθέντες, Lac. 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίζω: μέλλ. -ίσω, (ὀψὲ) πράττω τι ἀργά, ὑπάγωἔρχομαι ἀργά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 5, Ἑλλ. 6. 5, 21· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθητ., ὀψίζομαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, διαμένω ἀργὰ τὴν νύκτα ἐν ταῖς ὁδοῖς Λυσ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6, 4· ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

faire qch tard, venir tard;
Moy. ὀψίζομαι (ao. ὠψίσθην) faire qch ou venir tard dans la soirée.
Étymologie: ὀψέ.

Greek Monolingual

ὀψίζω (ΑΜ) οψέ
1. πράττω κάτι αργά
2. πηγαίνω ή έρχομαι.

Greek Monotonic

ὀψίζω: (ὀψέ), μέλ. -ίσω, κάνω, πηγαίνω ή έρχομαι αργά, βραδέως, καθυστερημένα, σε Ξεν. — Παθ., ὀψισθέντες, καθυστερημένοι, αυτοί που τους βρήκε η νύχτα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίζω: тж. med.-pass. запаздывать, задерживаться (ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες Xen.): οἱ ὀψίζοντες Xen. приходящие поздно, опаздывающие.

Middle Liddell

ὀψίζω, [ὀψέ]
to do, go or come late, Xen.:— Pass., ὀψισθέντες belated, benighted, Xen.