οψέ

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι)
επίρρ. χρον.
1. μετά από πολύ χρόνο, αργά
2. σε προχωρημένη ώρα της ημέρας, προς το βράδυ
αρχ.
(ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν
2. «ὀψέ ποτε»
(κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ- του επιρρ. ὀψέ με επιρρμ. -ς- (πρβλ. ἄψ, λατ. ops-) οδηγεί στη σύνδεσή του με τις λατ. προθέσεις op, ob και το ελλ. ὀπί (βλ. λ. όπισθεν). Το -έ του τ. ὀψέ παραμένει δυσερμήνευτο (όπως και το -ε του επιρρ. τῆλε), ενώ ο αιολ. τ. ὄψι (πρβλ. ὕψι «ψηλά»)πρέπει να έχει προέλθει από τα σύνθ. με ὀψί- (πρβλ. οψιανθής, οψι-γενής, οψι-μαθής), στα οποία το -ι- είναι πιθ. αναλογικό προς το -ι- τών σύνθ. με ἀγχι-, ἠρι- (πρβλ. αγχί-νους, ηρι-γενής). Τέλος, το επίρρ. ὀψέ απαντά στα ανθρωπωνύμια Ὀψί-γονος, Ὄψιος, Ὄψιμος, Ὄψινος και πιθ. στο μυκηναϊκό opisijo = Ὄψιος.
ΠΑΡ. όψιμος, όψιος
αρχ.
οψίχα
αρχ.-μσν.
οψίζω, οψινός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) οψιανθής, οψίγαμος, οψιγενής, οψίγονος, οψιμαθής, οψιφανής
αρχ.
οψαμάτης, οψαρότης, οψημέρα, οψιβλαστής, οψίβλαστος, οψιγέννητος, οψίκαρπος, οψικέλευθος, οψίκλωψ, οψίκοιτος, οψίμοθος, οψίμορος, οψίνους, οψιπέδων, οψίσπορος, οψίτεκνος, οψιτέλεστος, οψίτευκτος, οψιτόκος, οψίτομος, οψίτυχος, οψιφόρος, οψίφυγος
μσν.
οψιγένεθλος
μσν.- νεοελλ.
οψίπλουτος
νεοελλ.
οψέποτε. (Β' συνθετικό) αποψέ / απόψε
αρχ.
κατοψέ].