ἀκορία

Revision as of 12:42, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, A not eating to satiety, moderation in eating, Hp.Epid.6.4.18. II ἀ. ποτοῦ insatiable desire of drink, Aret.CD2.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Epid.6.4.18
1 moderación c. gen. τροφῆς Hp.l.c.
2 deseo insaciable ποτοῦ Aret.CD 2.2.2
deseo insatisfecho, TDA 15.23 (Siria III d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκορία: ἡ (ἄκορος) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν μέχρι χορτασμοῦ, ἐγκράτεια ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avidité insatiable.
Étymologie: , κόρος.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκορία)
νεοελλ.
Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση της όρεξης
αρχ.
1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό
2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος
η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική ορολογία. πρβλ. γαλλ. acorie (νεολατιν. acoria, γερμ. akorie κ.λπ.), από όπου προέρχεται και ο νεοελληνικά ιατρικός όρος].
(II)
η (Οφθαλμ.)
ανυπαρξία κόρης του ματιού λόγω ελλείψεως εκ γενετής ή επίκτητης καταστροφής της ίριδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acorea, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < α- στερητ. + κόρη.