στύω
English (LSJ)
fut. στύσω [ῡ] AP10.100 (Antiphan.): aor.1 inf. στῦσαι Ar. Lys.598:—make stiff or make erect: sens. obsc., penem erigere, Ar. l.c.:— Pass. (with intr. pf. Act. ἔστῡκα Id.Av.557, Lys.989, Lacon. 3pl. -αντι ib.996), Id.Av.1256; ἐπίτινα Luc.Alex.11: aor. Pass. ἐστύθην Diog.Ep.35.3.
French (Bailly abrégé)
f. στύσω, ao. ἔστυσα, pf. ἔστυκα;
être en érection.
Étymologie: R. Στυ, se tenir debout ; cf. R. Στα, v. ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στύω: μέλλ. στύσω [ῡ] Ἀνθ. Π. 10. 100· ἀόρ. ἐστῡσα Ἀριστοφ. Λυσ. 598· (ἴδε ἐν λ. στῦλος). Κάμνω τι νὰ σηκωθῇ, νὰ σταθῇ ὄρθιον, νὰ «τσιτωθῇ», ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., δηλ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρ. μορίου, penem erigere, ἀλλ’ ὅστις ἔτι στῦσαι δυνατὸς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. ἔστῡκα (Λακων. γ΄ πληθ. -αντι Ἀριστοφ. Λυσ. 996)· ὥστε θαυμάζειν ὅπως οὕτω γέρων ὢν στύομαι τριέμβολον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1256· ἐπί τινα Λουκ. Ἀλέξ. 11...
Greek Monolingual
ΝΑ
(κυρίως το μέσ.) στύομαι
έχω το πέος ή την κλειτορίδα τεντωμένα, έχω στύση, έχω διεγερθεί
αρχ.
(το ενεργ.) (κυρίως σχετικά με το γεννητικό μόριο) κάνω σκληρό ή κάνω να σηκωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στύω έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- της ρίζας του ἵστημι με παρέκταση -u/F- (βλ. λ. στύλος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στύω [~ στῦλος] perf. Laconisch 3 plur. ἐστύκαντι Aristoph. Lys. 996, een erectie krijgen, (hem) omhoog krijgen:; ὅστις ἔτι στῦσαι δύνατος alwie hem nog omhoog kan krijgen Aristoph. Lys. 80; meestal pass. met intrans. perf. ἔστυκα een stijve krijgen of hebben:. οὐκ ἔστιν... ἀνὴρ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς er is geen man die mij benadert met een stijve Aristoph. Lys. 214; ὡς ἀπὸ Τρίκκης μέχρι Παφλαγονίας στύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἀλεξάνδου μητέρα dat hij vanaf Tricca tot aan Paflagonië zijn pik achterna ging op zoek naar de moeder van Alexander Luc. 42.11.
Russian (Dvoretsky)
στύω: (ῡ) тж. med. находиться в состоянии напряжения Arph.: στύεσθαι ἐπί τινα Luc. arrigere in aliquam.
Frisk Etymological English
-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: penem erigere, to be in erection (Ar., Diog. Ep., Luc., AP).
Other forms: Aor. στῦσαι, pass. στυθῆναι, perf. ἔστυκα.
Derivatives: στῦμα n. erection (Pl. Com.), στυτικός causing an erection (Phylarch.; v.l. στυπτ-). On στύμος see on στύπος (s. v.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Obcene word and as such avoided by the literary language. The verb means in origin be stiff, erect in gen. and has in this meaning a derivation in στῦλος (s. v.); beside it [in the zero grade?] σταυρός and with full grade στοά (s. vv.). Further forms w. lit. in WP. 2, 607f., Pok. 1008f. -- Cf. στύφω; s. also on στύραξ.
Frisk Etymology German
στύω: -ομαι
{stúō}
Forms: Aor. στῦσαι, Pass. στυθῆναι, Perf. ἔστυκα
Grammar: v.
Meaning: penem erigere, in Erektion sein (Ar., Diog. Ep., Luk., AP).
Derivative: Davon στῦμα n. Erektion (Pl. Kom.), στυτικός Erektion verursachend (Phylarch.; v.l. στυπτ-). Dagegen στύμος wohl sekundär für στύπος (s. d.).
Etymology: Obszönes Wort und als solches von der Literatursprache im ganzen verpönt. Das Verb heißt ursprünglich steifen, steif sein, emporrichten im allg. und hat in dieser Bed. einen Ableger in στῦλος (s. d.); daneben das tiefstuflge σταυρός und das hochstufige στοά (s. dd.). Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 607f., Pok. 1008f. —Vgl. στύφω; s. auch zu στύραξ.
Page 2,816