φορτίον

Revision as of 11:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, A load, burden, freight, Sapph.Supp.9.13 (pl.), Alc.Supp.26.1, Ar.Pl.352, Lys.312, X.Mem. 3.13.6, An.7.1.37, al., Lycurg.96, Aq.2 Ki.15.33; λιβανωτικὰ φ. OGI132.11 (Alexandria, ii B. C.); φέρων ἀνθράκων φ. Ar.Ach.214 (lyr.); φ. βαστάζειν Teles p.10H. 2 pl., wares, merchandise, Hes.Op.643, 693, Hdt.1.1, 2.179, al., Ar.Ach.899,910, V.1398, Ra. 573, Hyp.Ath.6. b especially of agricultural produce, crops, PRev.Laws 43.14, al. (iii B. C.), PTeb.105.24 (ii B. C.), etc. 3 of a child in the womb, X.Mem.2.2.5; ἔρωτος f.l. in Anacr.170. 4 metaph., μεῖζον φ. ἢ καθ' αὑτὸν αἰρόμενον taking too heavy a burden upon him, D.11.14; μέγα τὸ φ. Antiph.3; οὐκ ἔστιν οὐδὲν βαρύτερον τῶν φορτίων . . γυναικός Id.329; οὔτοι τὸ γῆράς ἐστιν . . τῶν φ. μέγιστον Anaxandr.53; τὸ φ. μου ἐλαφρόν ἐστιν Ev.Matt.11.30; χρυσοῦν φ., of wealth, Secund.Sent.9. (Dim. only in form, commonly used for φόρτος in Com. and Prose; wrongly condemned as un-Attic by Moer.p.393 P., Thom.Mag.p.16R.)

German (Pape)

[Seite 1301] τό (nach Moeris hellenistisch für das att. φόρτος, von dem es der Form nach dim. ist), Last, Ladung, Fracht, bes. Schiffsladung, auch die Waare selbst; zuerst bei Hes. O. 645. 695, im plur., wie Ar. Ach. 863 Ran. 573 u. sonst; Her. φορτία ἀπ αγινεῖν, 1, 1; φορτίων πλήσαντες πλοῖον 2, 194; μέγιστα ἐκ φορτίων ἐκέρδησαν 4, 152, u. öfter; auch im sing., Ar. Plut. 352 Ach. 209 Lys. 312; Xen. Mem. 3, 13, 6; Dem. 35, 20; Sp., wie Luc. Asin. 19.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 charge, fardeau;
2 ballot, marchandises, surt. marchandises à transporter par mer, cargaison d'un navire.
Étymologie: φόρτος.

Greek (Liddell-Scott)

φορτίον: τό, ὡς καὶ νῦν, τουτὶ πονηρὸν φαίνεται τὸ φορτίον καὶ μ’ οὐκ ἀρέσκει Ἀριστοφ. Πλ. 352, Λυσ. 312, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6, Ἀνάβ. 7. 1. 37, κ. ἀλλ.· φέρων ἀνθράκων φ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 214· φ. βαστάζειν Τέλης παρὰ Στοβ. 1. 159 Gaisf. 2) φορτίον πλοίου, Λυκοῦργ. 159. 43· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐπὶ τοῦ πλοίου φορτία, δηλ. τὰ ἐμπορεύματα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 641. 691, Ἡρόδ. 1. 1., 2. 179, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 899. 910, Σφ. 1398, Βάτρ. 573. 3) ἐπὶ ἐμβρύου ἑν τῇ μήτρᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5. 4) μεταφορ., φ. ἄρασθαι Δημ. 156. 6· μέγα τὸ φορτίον Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκῳ» 4· οὐκ ἔστιν οὐδὲν βαρύτερον τῶν φορτίων… γυναικὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 53· οὔτοι τὸ γῆράς ἐστιν... τῶν φ. μέγιστον Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 2. (Ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον, τιθέμενον συνήθως ἀντὶ τοῦ φόρτος παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ τοῖς πεζογράφοις· τὰ δὲ παραγγέλματα τῶν Γραμματικῶν Μοίριδος καὶ Θωμᾶ Μαγίστρου ἀποδοκιμαζόντων τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττ. ἐλέγχονται ἐκ τῶν παραδειγμάτων ὡς ἡμαρτημένα).

English (Strong)

diminutive of φόρτος; an invoice (as part of freight), i.e. (figuratively) a task or service: burden.

English (Thayer)

φορτίου, τό (diminutive of φόρτος, but diminutive only in form not in significance; cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii; p. 440; (Winer's Grammar, § 2,1d. at the end)), from Hesiod down, the Sept. for מַשָׂא, a burden, load: of the freight or lading of a ship (often so in Greek writings from Hesiod, Works, 645,695 down), G L T Tr WH. Metaphorically: of burdensome rites, plural (αὐτός μόνος δύναται βαστάσαι Ζηνωνος φορτίον, (Diogenes Laërtius 7,5, 4 (171); see ζυγός, 1b.); of faults, the consciousness of which oppresses the soul, Lightfoot at the passage Synonym: see ὄγκος, at the end.)

Greek Monotonic

φορτίον: τό (φόρτος
1. φορτίο, βάρος, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. βάρος ή φορτίο πλοίου, σε Λυκούργ.· σε πληθ., φορτία, εμπορεύματα, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.
3. λέγεται για έμβρυο μέσα στη μήτρα, σε Ξεν.
4. μεταφ., μεῖζον φορτίον αἰρόμενον, παίρνω ένα βαρύ φορτίο στους ώμους μου, σε Δημ. (υποκορ. μόνο κατά τύπο).

Russian (Dvoretsky)

φορτίον: τό φέρω
1) ноша, тяжесть Arph.: φέρων ὅσον ἐδύνατο μέγιστον φ. Xen. неся столько, сколько мог унести;
2) преимущ. pl. кладь, груз, товар(ы) Hes., Her., Arph.;
3) плод (чрева): ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη φέρει τὸ φ. κινδυνεύουσα περὶ τοῦ βίου Xen. зачавшая женщина вынашивает плод с опасностью для жизни;
4) перен. бремя, обязанность: μεῖζον φ. ἢ καθ᾽ αὑτὸν αἰρόμενος Dem. приняв на себя бремя не по плечу.

Middle Liddell

φορτίον, ου, τό, φόρτος
1. a load, burden, Ar., Xen.
2. a ship's freight or lading, Lycurg.: in plural wares, merchandise, Hes., Hdt., attic
3. of a child in the womb, Xen.
4. metaph., φ. ἄρασθαι to take a heavy burden upon one, Dem. [Dim. only in form.]

Chinese

原文音譯:fort⋯on 賀而提按
詞類次數:名詞(5)
原文字根:攜帶 相當於: (מַשָּׂא‎)
字義溯源:(發票上所列的)貨物,負擔,擔,擔子,義務,責任
出現次數:總共(5);太(2);路(2);加(1)
譯字彙編
1) 擔子(4) 太11:30; 路11:46; 路11:46; 加6:5;
2) 擔(1) 太23:4

English (Woodhouse)

bundle, burden, anything that gives trouble