ἀπόλογος
English (LSJ)
ὁ, A story, tale, Ἀλκίνου ἀπόλογος, of long and tedious stories (from that told by Odysseus to Alcinous in Od.9-12), Pl.R.614b, Arist.Rh.1417a13, Po.1455a2. II fable, apologue, allegory, Cic.Orat.2.66.264, Quint. Inst.6.3.44, Gell.2.29.20. III account rendered, Test.Epict.8.36, IG14.952 (Agrigent.), Hsch. IV = λογιστής, IG12(8).267 (Thasos), BCH45.154 (ibid., iii B. C.), AJA19.446 (Halae, iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I 1relato ὁ Ὀδυσσέως ἀπόλογος τῆς πλάνης Plu.2.1093c
•Ἀλκίνου ἀ. de cuentos largos y aburridos, Pl.R.614b, Arist.Rh.1417a14, Po.1455a2.
2 fábula, alegoría Quint.Inst.6.3.44, de las de Esopo, Gell.2.29.20.
3 cuenta, IG 12(3).330.288 (Tera III a.C.), IUrb.Rom.2.27 (I a.C.)
•lista τῶν σκαφείων SB 7203.4 (III a.C.).
II auditor encargado de tomar cuenta de los magistrados cesantes IG 12(8).267.14 (Tasos), IG 12.Suppl.355.7 (Tasos), AJA 19.446 (Halas III a.C.).
German (Pape)
[Seite 313] ὁ, 1) Herzählung, ausführliche Erzählung, ὁ Ἀλκίνου Plat. Rep. X, 614 a Arist. poet. 16, von der langen Erzählung der Irrfahrten des Odysseus hergenommen, nach Suid. ἐπὶ τῶν φλυαρούντων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον. – 2) die äsopische Thierfabel, Quintil. 5, 11; Gell. 2, 29. – 3) Nach Hesych. = ἀπολογισμός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 récit détaillé, narration;
2 à Thasos magistrat chargé d'intenter un procès pour défendre les intérêts civils de la Cité.
Étymologie: ἀπό, λόγος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόλογος: ὁ
1) рассказ, повествование Plat., Arst.;
2) сказка (преимущ. о животных), басня Cic., Quint., Gell.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλογος: ὁ, διήγημα, ἱστορία, Ἀλκίνου ἀπόλογος, παροιμία «ἐπὶ τῶν φλυαρούντων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον» (Σουΐδ.) προελθοῦσα ἐκ τῆς μακρᾶς διηγήσεως τοῦ Ὀδυσσέως πρὸς τὸν Ἀλκίνοον ἐν Ὀδ. Ι. - Μ.), Πλάτ. Πολ. 614A, Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 7, Ποιητ. 16, 8: ― προσέτι ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ Ι. τῆς Ὀδυσ. ΙΙ. μῦθος, οἷοι οἱ τοῦ Αἰσώπου, ἀλληγορρία, Κικ. de Orat. 2. 66, κτλ. ΙΙΙ. λογαριασμός, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. IV. ἐν τέλ., «ἀπόλογος· ἀπολογισμὸς» Ἡσύχ. 2) = λογιστής, Ἐπιγρ. Θασ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2161, ἴδε Lexicogr. Stud. of Gr. Inscr. by Hel. M. Searles Chicago 1898.
Greek Monolingual
ο (AM ἀπόλογος)
απολογία, λογοδοσία
μσν.- νεοελλ.
απόκριση, απάντηση
νεοελλ.
τα τελευταία λόγια κάποιου ετοιμοθάνατου
αρχ.
1. διήγηση, ιστόρημα
2. μύθος, αλληγορία
3. λογαριασμός, απολογισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + λόγος < λέγω.
Greek Monotonic
ἀπόλογος: ὁ, αφήγημα, εξιστόρηση, μύθος, απολογισμός, σε Πλάτ.