ἀνάστημα

Revision as of 09:31, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀνίσταμαι) A height, Thphr.HP9.9.5; of animals, D.S.5.17(pl.); τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. J.AJ2.9.6; ἀ. βασιλικόν royal majesty, D.S.19.92; ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (prob.l.); ἡ ψυχὴ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2(prob.). 2 protuberance, prominence, Simp.in Cael.480.15. 3 high ground, in plural, Str.2.3.2, D.S. 2.14, etc. 4 erection, building, Epict.Gnom.62(pl.): metaph., structure, φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10. 5 eruption, φλυκταινῶν Lyd.Ost.35:—also ἀνάστεμα, LXX Ju.9.10.al.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): ἀνάσταμα SB 10771 (III a.C.); tb. ἀνάστεμα LXX Iu.9.10
I abstr.
1 altura de una planta, Thphr.HP 9.9.5, de montañas, Hero Def.135.8
estatura de una pers. τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. I.AI 2.230
alzada de un animal, D.S.5.17
fig. dignidad, majestad ἡ ψυχὴ καὶ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2, ἀ. βασιλικόν D.S.19.92, ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (cj.).
2 restauración, reparación εἰ μή τὸ τοῦ Ἀδὰμ σύμπτωμα εἰς ἀσύγκριτον ἀ. Χριστὸς ἀνεστήσατο Ath.Al.M.26.1104C.
3 erupción φλυκταινῶν Lyd.Ost.35.
II concr.
1 región alta, altura gener. plu., Plb.34.1.16, Str.2.3.2, D.S.2.14
prominencia, saliente Simp.in Cael.480.15
cubo de la rueda, Sm.Ez.1.18
defensa, colmillo de elefantes SB 10771.2, 3, 14, 19 (III a.C.).
2 estructura, edificio πολυτέλεια τῶν ἀ. Epict.Gnom.62, cf. I.Ap.1.140, fig. ἀ. φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10.37
creación εἶπεν ὁ παντοκράτωρ ... κοινὸν ἀ. δῶμεν Orac.Sib.8.268, ἀπολέσει πᾶν τὸ ἀνάστημα T.Abr.A 10 (p.88.19).
3 guarnición en un lugar alto τῶν ἀλλοφύλλων LXX 1Re.10.5.

German (Pape)

[Seite 209] τό, Erhöhung, Höhe, z. B. eines Berges, D. Sic. 2, 14 oft; βασιλικόν, königliche Majestät, Diod. S. 19, 92.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάστημα: ατος τό
1) возвышенность, высота (πόλεις ἐν τοῖς ἀναστήμασι κατοικίζειν Diod.);
2) вышина, рост (ἀναστήματα τῶν σωμάτων Diod.);
3) величие, величественность (βασιλικόν Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστημα: -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) ὕψος, μέγεθος, ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) ἀνέγερσις οἰκοδομήματος, οἰκοδόμημα, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς τύπος ἀνάστᾰμα.

Greek Monolingual

το (AM ἀνάστημα) ανίστημι
ύψος, μέγεθος
νεοελλ.
1. ύψος ανθρώπου, μπόι
2. ηθικό ύψος, μεγαλείο
3. ύψωμα, λόφος
4. (κ. ανάστεμα) έργο, δημιούργημα
μσν.-αρχ.
1. οικοδόμημα, κτήριο
2. οίδημα, εξάνθημα.