άμπωτη

Revision as of 09:11, 8 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

(της άμπωτης / της αμπώτιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη)
πτώση της στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες
άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια
2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής
3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά (με αποκοπή και αφομοίωση) + πίνω. Ο τ. ἀνάπωτις απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον Ηρόδ. σημαίνει την «επιστροφή της θάλασσας» σε αντίθεση με τις λ. πλημμυρίς ή ῥωχία. Η διατήρηση του –τ- (αντί του ιωνικού –σις) κάνει πιστευτή την υπόθεση ότι ο Ηρόδ. υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη θάλασσα ἄμπωτις (θάλασσα)
πρβλ. λατ. resorbens unda και ότι η λ. πιθ. να είναι τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. ἀναπίνωἀνάπωτις > ἄμπωτις-ο ἀναπώτης) ή και την ίδια την ενέργεια του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. πίνω είναι συνηθέστερα το πότης και όχι το πώτης.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμπωτίζω.