ἵλαος

Revision as of 16:31, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[v. sub fin.], ον, Ep. and Lyr. (incl. lyr. of Trag., A.Eu.1040, S.OC1480, Ar.Th.1148): irreg. gen. A ἱλάονος UPZ1.8 (iv B.C.); Att. and later ἵλεως, ων (also in Herod.4.25, v.l. for ἵλεον in Hdt.6.91), dual ἵλεω Pl.Euthd.273e; nom. pl. ἵλεῳ S.OC44, X.Mem.1.1.9 (later ἵλεως indecl. as nom. pl., SIG985.47 (Philadelphia, ii or i B.C.), as acc. sg., LXX 2 Ma.7.37, 10.26, as gen. sg., ib.2.22); neut. ἵλεα Pl. Phd.95a: ἵλεος, ον, Hdt.4.94, 6.91 (v. supr.); also Cret., SIG527.92 (Dreros, iii B.C.), GDI5039.26 (Hierapytna), Hsch.: ἵληϝος, dub. in IG5(1).1562 (Olymp., vi or v B.C.,= Epigr. ap. Paus.5.24.3, where ἱλάῳ); Aeol. ἴλλαος Hdn.Gr.2.524, cf. ἱλάεις:—of gods, propitious, gracious, ἔπειθ' ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Il.1.583, cf. Hes.Op.340, Thgn.782, Archil.75, Pi.O.3.34, Trag.et Ar. ll. cc., Theoc.5.18: in Prose, Pl.Lg.712b, LXX Ge.43.23, al., UPZ78.24 (εἵλ-, ii B.C.), Ep.Hebr.8.12, etc.; in deprecation, ἵλεώς σοι, κύριε (sc. ὁ θεός), i.e. be it far from thee, Ev.Matt.16.22; ἵ. ἡμῖν Πλάτων καὶ ἐνταῦθα OGI721.10 (Egypt, iv A.D.). 2 of things, propitious, blameless, atoned for, ἵλαον ἦναι, opp. ἰνμενφὲς ἦναι, IG5(2).262(Mantinea, v B.C.). II of men, gracious, kindly, σὺ δ' ἵλαον ἔνθεο θυμόν Il.9.639; σοι . . θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵ. ἔστω 19.178; ἵλεως κλύειν S.El.655; δέξασθαι Id.Aj.1009, cf.Tr.763; ἐποίησέ θ' ἱλαρὸν . . κἀπέδειξεν ἵλεων Ephipp.6.7: sometimes almost,= ἱλαρός, μειδῆσαι γελάσαι τε καὶ ἵλαον σχεῖν θυμόν h.Cer. 204, cf. Pl.Smp.206d; ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων Id.Lg. 649a. III Adv. ἱλάως and ἱλέως, Hsch. [ῑ always: ᾱ Il.1.583, h.Cer.204, Hes. and A. ll. cc., Euph.12, Pae.Erythr.19, Theoc.5.18, Epigr. ap. Paus. l.c., IG12(2).476, Parth.Fr.4; elsewhere ᾰ, v. supr., also Id.Fr.32, etc.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
att. ἵλεως, ως, ων;
1 propice, favorable : τινι, pour qqn ; en parl. des hommes bienveillant, aimable;
2 de bonne humeur, enjoué.
Étymologie: ἱλάσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἵλαος: атт. ἵλεως 2 (ῑλᾱ и ῑλᾰ) (dual. ἵλεω, nom. pl. ἵλεῳ)
1) благосклонный, милостивый: ἵ. Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Hom. Олимпиец (Зевс) будет милостив к нам; ἵλεως κλύων Soph. благосклонно выслушав(ший);
2) доброжелательный, любезный (θυμός Hom., Hes.; ἵ. καὶ εὐμενής Xen., Plat.);
3) веселый, радостный (θυμός HH: γέλως Plut.): ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων Plat. вино веселит человека.

Greek (Liddell-Scott)

ἵλαος: ἴδε ἐν τέλει, ον, Ὅμ. καὶ Πίνδ. ὡς καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1040, Σοφ. Ο. Κ. 1480, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1148· ἀλλ’ Ἀττ. ἵλεως, ων, (οὕτω γραφόμενον καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡροδ. 6. 91)· δυϊκ. ἵλεω Πλάτ. Εὐθύδ. 273Ε· ὀνομ. πληθ. ἵλεῳ Σοφ. Ο. Κ. 44, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 9· οὐδ. ἵλεα Πλάτ. Φαίδ. 95Α· ὡσαύτως ἵλεος, ον, Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555, 26, Ἡσύχ.· ἵληϝος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 743: - ἐπὶ θεῶν, εὐμενής, ἔπειθ’ ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Ἰλ. Α. 583· πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 338, Θέογν. 780, Ἀρχίλ. 20, Πινδ. Ο. 3. 59, Τραγ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 5. 18, Πλάτ. Νόμ. 712Β. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, εὐμενής, ἀγαθός, πρᾶος, ἤπιος, σὺ δ’ ἵλαον ἔνθεο θυμὸν Ἰλ. Ι. 639· σοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω Τ. 178· ἵλεως κλύειν Σοφ. Ἠλ. 655· δέξασθαι ὁ αὐτ. ἐν. Αἴ. 1009, Τρ. 763· ἐποίησέ θ’ ἱλαρὸν... κἀπέδειξεν ἵλεων Ἔφιππος ἐν «Ἐμπολῇ» 1, 7: ἐνίοτε μάλιστα κεῖται σχεδὸν ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ἱλαρός, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204, Πλάτ. Συμπ. 206D· ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 649Α. ῑ ἀείποτε· ᾱ ὡσαύτως, πιθανῶς κατ’ ἀναλογίαν τοῦ λᾱός, Μενέλᾱος, ἐν Ἰλ. Α. 583, Ὕμν. εἰς Δήμ. 204, Ἡσ. καὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ἐν τοῖς λοιποῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις ᾰ.

English (Slater)

ῑλαος gracious ἐς ταύταν ἑορτὰν ἵλαος ἀντιθέοισιν νίσεται (sc. Ἡρακλέης) (O. 3.34) αἰτέω σε, ὦ ἄνα, ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ Akragas is addressed (P. 12.4)

Greek Monolingual

ἵλαος, -ον (Α)
βλ. ίλεως.

Greek Monotonic

ἵλαος: [ῑ], -ον, Αττ. ἵλεως, -ων, δυϊκ. ἵλεω· ονομ. πληθ. ἵλεῳ, ουδ. ἵλεα·
I. λέγεται για θεούς, ευμενής, ευνοϊκός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. λέγεται για ανθρώπους, ευμενής, αγαθός, πράος, ήπιος, θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Σοφ.

German (Pape)

[ᾱ], ον, att. ἵλεως, ων, neutr. plur. ἵλεα, Plat. Phaed. 95a; bei den Tragg. und Ar. steht ἵλαος nur in lyr. Stellen; versöhnt, gnädig, huldvoll, von Göttern, ἵλαος Ολύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Il. 1.583; ὡς κέ τοι ἵλαον κραδίην καὶ θυμὸν ἔχωσι Hes. O. 338; ἵλαοι καὶ εὐθύφρονες γᾷ δεῦρ' ἴτε σεμναί Aesch. Eum. 992; ἵλαος, ὦ δαίμων Soph. O.C. 1477; ἡ Κύπρις δέ μοι ἵλεως μὲν εἴη Eur. Hel. 1013; ἥκετ' εὔφρονες ἵλαοι πότνιαι Ar. Th. 1148; οἱ θεοὶ ἵλεώ τε καὶ εὐμενεῖς πέμπουσί σε Xen. Cyr. 1.6.2; Plat. Legg. IV.712b; τοὺς θεοὺς ἵλεως οἰόμενοι ποιεῖν θυσίαις τε καὶ εὐχαῖς X.910a. – Von Menschen, wohlwollend, freundlich; Pind. P. 12.4; ἵλεως κλύων Soph. El. 645; καὶ εὐμενής Plat. Phaedr. 257a; καὶ πρᾶος πᾶσιν Rep. VIII.566e; τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους ἵλεῳ δεχόμενοι Legg. V.747e. So auch σὺ δὲ ἵλαον ἔνθεο θυμόν Il. 9.639, wie 19.178; ἵλεῳ φρενί Soph. Tr. 760; ἵνα ἵλεώ σου τύχοιμι καὶ πραοτέρου Plut. Ant. 82. Auch = heiter, fröhlich, H.h. Cer. 204; πιόντα τὸν ἄνθρωπον ὁ οἶνος ποιεῖ ἵλεων εὐθὺς μᾶλλονπρότερον Plat. Legg. I.649a; ἵλεων γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται Symp. 206d; Gegensatz λυπούμενος, Ephipp. bei Ath. VIII.363c.
[Die von Choerob. B.A. 1383 bezeugte Länge des α ist nicht beachtet Il. 9.639, 14.178 und bei sp. Ep., wie Theocr. 27.15 (aber lang 5.18), Mosch. 2.146, Callim. Dian. 129; α ist kurz auch bei Pind., Soph., Ar.]