περίνοια

Revision as of 15:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ἡ, A thoughtfulness, quick comprehension, τινος Pl.Ax.370c: abs., Philostr.VS2.4.2, Luc.Zeux.2; ἐν περινοίᾳ γεγονέναι = to have comprehended, Gal.18(1).331. 2 deliberation, ἐν περινοίᾳ τοῦ μεταστήσοντος αὑτὸν ἦν J.AJ18.6.2. II overwiseness, over-wiseness, Th.3.43; subtlety, λογικὴ περίνοια Simp.in Ph.1205.28. III disdain, contempt, Aristid.1.141 J. (v.l.), Lib.Or.12.48, Phot., Suid. IV sharp practice, fraud, περίνοια καὶ ἀπάτη Just.Nov.7.12, cf. Cod.Just.1.3.41.5.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, Überlegung, Einsicht, Kenntniß; καὶ γνῶσις, Plat. Ax. 370 a; Sp.; Überklugheit, Thuc. 3, 43; Phot. erkl. ὑπερηφανία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 compréhension, intelligence;
2 en mauv. part finesse, habileté.
Étymologie: περινοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίνοια -ας, ἡ [περινοέω] begrip, intelligentie. overmaat aan scherpzinnigheid. Thuc. 3.43.3.

Russian (Dvoretsky)

περίνοια:
1 проницательность, вдумчивость (π. καὶ γνῶσις Plat.);
2 pl. настороженность, недоверчивость, подозрительность Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

περίνοια: ἡ, σύνεσις, δεξιότης, εὐφυΐα, τινος Πλάτ. Ἀξίοχ. 370Α· ἀπολ., Φιλόστρ. 569, Λουκ. Ζεῦξις 2. ΙΙ. ὑπερβολικὴ σύνεσις, Θουκ. 3. 43. ΙΙΙ. = ὑπερηφανία, Ἀριστείδ. 1. 141, Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ περίνους
1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῦ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.)
2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῦ προφανοῦς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.)
3. απάτη, τέχνασμα
αρχ.
1. σύνεση, ευφυΐα («περίνοιαν καὶ γνῶσιν», Πλάτ.)
2. συζήτηση, ανταλλαγή σκέψεων
3. υπερηφάνεια.

Greek Monotonic

περίνοια: ἡ, ευφυία, οξυδέρκεια, σε Θουκ.

Middle Liddell

περίνοια, ἡ, [from περινοέω
quick intelligence: overwiseness, Thuc.

English (Woodhouse)

excessive cleverness, oversharpness, over-sharpness