ἑδραίωμα

Revision as of 14:58, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}")

English (LSJ)

ατος, τό, stay, support, τῆς ἀληθείας 1 Ep.Ti. 3.15.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 sede ἑ. τῆς Σιών τὸ κλίμα ἐστὶ τοῦ βορρᾶ Ath.Al.M.27.220B
asiento, fijeza (ἡ γῆ) διὰ κονίαν ... σαθρὰ καὶ μὴ ἔχουσα ἑ. Olymp.Iob 28.4.
2 fig. soporte, sostén, fundamento c. gen. de abstr. τῆς ἀληθείας 1Ep.Ti.3.15, cf. Epiph.Const.Haer.41.4.14, τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως Ammon.Aeg.Ep.23, cf. Mac.Aeg.Serm.B 19.1.3, Procop.Gaz.M.87.2409D, νηστείας Apoph.Patr.Sys.2.35
ref. pers. στῦλον καὶ ἑ. τῶν ἐνταῦθα Eus.HE 5.1.17, cf. Is.1.29, Rom.Mel.64.13, τῆς Ἐκκλησίας Eus.M.23.869D, Gr.Naz.Ep.44.1, M.35.985A, glos. a ἔρεισμα Sch.Opp.C.1.1.

German (Pape)

[Seite 716] τό, die Stütze, Bekräftigung, N. T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
base solide, soutien.
Étymologie: ἑδραιόω.
NT: soutènement ; fondement

Russian (Dvoretsky)

ἑδραίωμα: ατος τό утверждение, опора (στῦλος καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἑδραίωμα: τό, θεμέλιον, βάσις, Ἐπιστ. Α΄, π. Τιμ. γ΄, 15.

English (Strong)

from a derivative of ἑδραῖος; a support, i.e. (figuratively) basis: ground.

English (Thayer)

ἑδραιωματος, τό (ἑδραιόω, to make stable, settle firmly), a stay, prop, support, (Vulg. firmamentum): A. V. ground). (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

το (AM ἑδραίωμα) εδραιώνω
στήριγμα.

Greek Monotonic

ἑδραίωμα: -ατος, τό, θεμέλιο, βάση, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἑδραίωμα, ατος, τό, [from ἑδραῖος
a foundation, base, NTest.

Chinese

原文音譯:˜dra⋯wma 黑特來哦馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:安頓妥(果效)
字義溯源:支承,根基;源自(ἑδραῖος)=固定的);而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 根基(1) 提前3:15