δυσαχής
English (LSJ)
ές, (ἄχος) most painful, πάθος A.Eu.145 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δυσᾰχής) -ές
cruel, doloroso πάθος A.Eu.145 (cód., pero v. δυσακής).
German (Pape)
[Seite 677] (ἄχος), schwer zu beklagen; πάθος Aesch. Eum. 140. ές, dor. = δυσηχής.
French (Bailly abrégé)
2ής, ές :
pénible, affligeant.
Étymologie: δυσ-, ἄχος.
Russian (Dvoretsky)
δυσᾱχής: II дор. = δυσηχής.
δυσᾰχής: крайне мучительный, тягостный (πάθος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱχής: -ές, Δωρ. ἀντὶ δυσηχής, Ἀνακρ. 108.
Greek Monolingual
(I)
δυσαχής, -ές (Α)
ο πολύ λυπηρός.
(II)
δυσαχής, -ές (Α)
δυσηχής, με δυσάρεστο ήχο.
Greek Monotonic
δυσᾰχής: -ές (ἄχος), επώδυνος, οδυνηρός, επίπονος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Translations
cacophonous
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόφατις, κακόφημος, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk