φαρέτρα
English (LSJ)
Ion. φαρέτρη, ἡ, (φέρω) quiver for arrows, ἰοδόκος Il.15.443; ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιθείη Od.9.314; ἀμφηρεφής Il.1.45; βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας Pi.O.2.84, cf. E.Rh.979, HF969; ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια . . ἀνασπῶντες Pl.Tht.180a; φαρέτρα τοξευμάτων = a quiver-full of arrows, IG12(5).647.28 (Coressus, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1255] ἡ, ion. φαρέτρη, der Köcher, in dem man die Pfeile trägt (φέρω), Pfeilbehälter; oft bei Hom.: ἀμφηρεφής Il. 1, 45; ἰοδόκος 15, 443; mit einem Deckel versehen, Od. 9, 314; – Pind. Ol. 2, 84 P. 4, 91; Eur. Rhes. 979 Herc. F. 969; Ar. Equ. 1269; Plat. Theaet. 180 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
φᾰρέτρα: Ἰωνικ. τρη, ἡ, βελοθήκη, Λατ. pharetra, ἰοδόκος Ἰλ. Ο. 443· εἶχε κάλυμμα (πῶμα), Ὀδ. Ι. 314· ἐντεῦθεν καλεῖται ἀμφηρεφής, Ἰλ. Α. 45· βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας Πινδ. Ο. 2. 151· ὡσαύτως ἐν Εὐρ. Ρήσ. 979, Ἡρακλ. Μαιν. 969, ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια... ἀνασπῶντες Πλάτ. Θεαίτ. 180Α· φ. τοξευμάτων, πλήρης βελῶν..., Συλλ. Ἐπιγρ. 2360, 28· (ἐκ τοῦ φέρω, ὡς τὸ Σλαυ. tulŭ (φαρέτρα) ἐκ τῆς ῥίζης tul (ferre tul-isse)).
English (Slater)
φᾰρέτρα quiver “βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” (P. 4.91) met., πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (O. 2.84) frag. φ]αρέτραν ταν[ (? εὐρυφαρέτραν) fr. 173. 7.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και ιων. τ. φαρέτρη Α
θήκη, συνήθως δερμάτινη, για τα βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίοι αλλά και νεώτεροι ετυμολόγοι θεώρησαν ότι η λ. φαρέ-τρα ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα φαρ- του ρ. φέρω και έχει σχηματιστεί με επίθημα -τρα, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. φέρ-τρον, φέρε-τρον
για το θ. φερε- βλ. λ. φέρω). Η ειδική σημ. ωστόσο της λ., που χρησιμοποιείται για να δηλώσει αποκλειστικά τη θήκη για τα βέλη, εμποδίζει την ανεπιφύλακτη σύνδεσή της με το ρ.
φέρω και οδηγεί στη σκέψη ότι πιθανότατα πρόκειται για δάνεια λ., όπως πολλοί συνώνυμοι τ. σε άλλες γλώσσες].
Greek Monotonic
φᾰρέτρα: Ιων. -τρη, ἡ (πιθ. από φέρω), θήκη για βέλη, Λατ. pharetra, σε Όμηρ.
Middle Liddell
φᾰρέτρα, Ionic -τρη, ἡ, [prob. from φέρω
a quiver for arrows, Lat. pharetra, Hom.
Frisk Etymology German
φαρέτρα: {pharétra}
Forms: ion. -τρη
Grammar: f.
Meaning: Köcher (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied in φαρετροφόρος köchertragend (AP).
Derivative: Davon Demin. φαρέτριον n. (Mosch.), -εών, -εῶνος m. Köcher (Hdt., nach den Standortsbez. auf -(ε)ών), -ίτας, auch φαρατρ- m. Bogenschütze (böot.; Redard 42).
Etymology: Nom. instr. bzw. loci auf -τρα von φέρω mit Reduktionsstufe (vgl. Schwyzer 358) neben hochstufigem φέρετρον; vgl. βάραθρον: βέρεθρον, χαράδρα: χέραδος u.a. Wegen der immerhin seltenen Reduktionsstufe ist auch (iranische?) Entlehnung mit volksetymol. Angleichung erwogen worden, s. außer Chantraine Form. 333 bes. Hubschmid Essais de phil. mod. (1951; Paris 1953) mit mehreren Beispielen entlehnter Ausdrücke für Köcher.
Page 2,992
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=θήκη γιά βέλη). Ἀπό τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
albanian: kukur; arabic: جَعْبَة; armenian: կապարճ; azerbaijani: oxdan, oxqabı, sadaq, oxluq; bashkir: һаҙаҡ; belarusian: калча́н; bulgarian: колча́н; buryat: һаадаг; catalan: carcaix, buirac; chinese mandarin: 箭圖, 箭图, 箭袋; czech: toulec; danish: kogger, pilekogger; dutch: koker, pijlkoker; esperanto: sagujo; faroese: ørvahúsi, pílahúsi; finnish: nuolikotelo, viini; french: carquois; galician: carcán, goldre, coldre, alxaba, carcás; georgian: კაპარჭი, საისრე; german: köcher; greek: φαρέτρα; Ancient Greek: φαρέτρα, βελοθήκη; greenlandic: qarsulivik; hungarian: tegez; icelandic: örvamælir; italian: faretra; japanese: 矢筒; kalmyk: саадг; kazakh: қорамсақ; khmer: បំពង់ព្រួញ; korean: 화살통, 전동; kyrgyz: саадак; latin: gōrȳtos, pharetra; lithuanian: strėlinė; lushootseed: ʔičəd; macedonian: тоболец; maori: pūkoro pere; middle persian: 𐭪𐭭𐭲𐭢𐭫; mongolian: саадаг; navajo: kʼaaʼ yeiłtįįh; norwegian bokmål: kogger; old english: cocer, bogefōdder; pali: bāṇadhi; persian: تیردان, ترکش, تیرکش, شگا; polish: kołczan; portuguese: aljava, fáretra, carcás; romanian: tolbă; russian: колча́н, тул; serbo-croatian cyrillic: то̀болац; roman: tòbolac; slovak: tulec; slovene: tul; spanish: aljaba, carcaj, goldre; swahili: podo, ziaka, pongono; swedish: koger; tagalog: salungan, talanga; tajik: тирдон, тиркаш; tamil: அம்பறாத் தூணி; tatar: ук савыты, садак; telugu: అంబులపొద, తూణీరము; thai: แล่ง; tibetan: གཞུ་ཤུབས; turkish: okluk, sadak; turkmen: sagdak; tuvan: колчан, согун саадаа; ugaritic: 𐎜𐎘𐎔𐎚; ukrainian: сагайда́к, колча́н, ту́ла; uzbek: o'qdon, sadoq, tirdon; vietnamese: ống tên, bao tên; west frisian: koker; ǃxóõ: ǃúla