θῦμα

Revision as of 09:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό, (θύω A)
A victim, sacrifice, SIG56.31 (Argos, v B.C.), A. Ag.1310, S.Ph.8,Ar.Av.901, Wilcken Chr.1 iii 3 (iii B.C.), etc.; τὸ θῦμα τοῦ Ἀπόλλωνος Th.5.53; θῦμα θύειν, θῦμα θύσασθαι, Pl.Plt.290e, R.378a, etc.; usually of animals, but πάγκαρπα θύματα offerings of all fruits, S.El.634; θύματα, opp. ἱερεῖα, expld. by Sch. as cakes in the form of animals, Th.1.126, cf. Pl.Lg.782c, Poll.1.26: prov., θῦμα Δελφόν 'Barmecide's feast', Call.Iamb.1.98.
2 pl., of animals slaughtered for food, LXX Ge.43.16.
3 metaph., of persons, θῦμα λεύσιμον, prob. of Clytemnestra, A.Ag.1118 (lyr.); πρόκεισθε θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Hdn.2.13.5.
II act of sacrifice, ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα S.El.573. [θῠμα only Supp.Epigr.2.518 (Rome, iv A.D.), cf. Hdn.Gr.2.15.]

German (Pape)

[Seite 1222] τό, das Geopferte, nach Phot. zunächst vom Weihrauch, ἐφέστια Aesch. Ag. 1310, πάγκαρπα Soph. El. 624; dann von Thieren, u. übh. Opfer, Ant. 903; neben λοιβή Phil. 8; neben εὐχαί O. R. 239 u. öfter, wie Plat. Legg. X, 888 c; θύεσθαι Rep. II, 578 a; Legg. VI, 782 c θύματα οὐκ ἦν τοῖς θεοῖς ζῷα, πέλανοι δὲ καὶ μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ὁγνὰ θύματα; – θῦμα ποιεῖν, hinopfern, Gaet. 5 (VII, 354).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 victime offerte en sacrifice ; sacrifice : θῦμα τοῦ Ἀπόλλωνος THC sacrifice offert à Apollon ; θῦμα λεύσιμον ESCHL sacrifice d'une victime à lapider ; p. ext. offrande (de fruits);
2 gâteau pour le sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

Russian (Dvoretsky)

θῦμα: у Thuc. лак. σῦμα, ατος τό θύω
1 жертва: τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. жертва Аполлону; πάγκαρπα θύματα Soph. жертвенное приношение из всех плодов; οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. жертвы не общеустановленные, а местные (т. е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных);
2 жертвоприношение (εὐχαὶ καὶ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.): θ. λεύσιμον Aesch. жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т. е. кровавая месть (за Агамемнона).

Greek (Liddell-Scott)

θῦμα: τό, (θύω) τὸ θυσιαζόμενον ἢ προσφερόμενον, προσφορά, σφάγιον, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1310, Σοφ. Φ. 8· τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Θουκ. 5. 53· θ. θύειν, θύεσθαι Πλάτ. Πολιτ. 290Ε, Πολ. 378Α, κτλ.: - τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζῴων, ἀλλὰ πάγκαρπα θ., προσφοραὶ ἐκ παντὸς καρποῦ, Σοφ. Ἠλ. 634, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 782C· ἐπιχώρια θ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἱερεῖα, λέγεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὅτι εἶναι πλακούντια ἢ ζυμαρικὰ ἀπεικονίζοντα ζῷα, Θουκ. 1. 126. ΙΙ. θυσία, ὡς πρᾶξις, ὧδ’ ἦν τὰ κείνης θ. Σοφ. Ἠλ. 573· μεταφ., θ. λεύσιμον, ἡ θυσία τοῦ Ἀγαμέμνονος ἧς πρέπει νὰ γείνῃ ἐκδίκησις διὰ τῆς λιθοβολήσεως τῆς Κλυταιμνήστρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118· θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Ἡρῳδιαν. 2. 13, 10.

English (Slater)

θῦμα offering for sacrifice. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρονκίδναται αἰεὶ λτ;γτ;θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ. 7. 9.

Spanish

sacrificio

Greek Monolingual

το (ΑΜ θῦμα) θύω
ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά
νεοελλ.-μσν.
1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα της ευσυνειδησίας και του καθήκοντος»)
2. αυτός που έχει υποστεί ζημία, φθορά, εκμετάλλευσηθύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος»)
αρχ.
1. η θυσία ως πράξη («ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα», Σοφ.)
2. φρ. α) «πάγκαρπα θύματα» — ιερές προσφορές από κάθε είδους καρπό
β) «ἐπιχώρια θύματα» — ιερὲς προσφορές από πλακούντια ή ζυμαρικά που απεικονίζουν ζώα
3. παροιμ. «θῦμα Δελφόν» — για δόλια ομαδική σφαγή ή δίωξη φίλων
4. στον πληθ. τὰ θύματα
σφάγια που προορίζονται για τροφή.

Greek Monotonic

θῦμα: -ατος, τό (θύω Α),
I. αυτό το οποίο σφάζεται ή προσφέρεται, αυτό που θυσιάζεται, θύμα, θυσία, προσφορά, σε Τραγ., Θουκ., κ.λπ.· πάγκαρπα θύματα, προσφορές, από όλα τα φρούτα, σε Σοφ.
II. η πράξη της θυσίας, τελετή, στον ίδ.· μεταφ., θῦμα λεύσιμον, θυσία που πραγματοποιείται μέσω λιθοβολισμού (των δολοφόνων), σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θῦμα, ατος, τό, [θύω1]
I. that which is slain or offered, a victim, sacrifice, offering, Trag., Thuc., etc.; πάγκαρπα θ. offerings of all fruits, Soph.
II. sacrifice, as an act, Soph.: metaph., θ. λεύσιμον a sacrifice to be avenged by stoning [the murderers], Aesch.

English (Woodhouse)

sacrifice, victim

Mantoulidis Etymological

(=σφάγιο). Παράγωγα τοῦ θύω (=θυσιάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

τό sacrificio ἔχε ... μαχαῖριν ὁλοσίδηρον δίστομον, ἵν' ἐὰν τὰ θύματα θύῃς, καθαρὸς ἀπὸ πάντων ten un cuchillo de doble filo todo de hierro, para que, limpio de toda impureza, puedas llevar a cabo los sacrificios P XIII 93 P XIII 648

Translations

sacrifice

Arabic: تَضْحِيَة‎, قُرْبَان‎; Armenian: զոհ, զոհաբերություն; Asturian: sacrificiu; Avar: къурбан; Azerbaijani: qurban, qurbanlıq; Belarusian: ахвяра; Bengali: কোরবানি, ত্যাগ; Bulgarian: жертва; Catalan: sacrifici; Chinese Mandarin: 犧牲/牺牲; Czech: oběť; Danish: offer; Dutch: offer, opoffering; Esperanto: ofero; Estonian: ohverdus; Finnish: uhraus, uhri, uhrilahja; French: sacrifice; Galician: sacrificio; Georgian: მსხვერპლი, ზვარაკი; German: Opfer; Greek: θυσία; Ancient Greek: θυσία, θῦμα; Hebrew: קורבן‎; Hindi: निसार, कुरबानी, क़ुर्बानी, त्याग; Hungarian: áldozat; Icelandic: fórn; Ido: sakrifikajo; Irish: íobairt; Italian: sacrificio; Japanese: 犠牲, 生贄; Kazakh: құрбандық; Khmer: យញ្ញ, ទេវតាពលី, បូជនកិច្ច, មហាយញ្ញ; Korean: 희생(犧牲); Kurdish Central Kurdish: قوربانی‎; Kyrgyz: курмандык; Latin: sacrificium; Latvian: upuris; Macedonian: жртва; Malayalam: ബലി; Maore Comorian: sadaka; Maori: raupanga; Mongolian: тахил; Norwegian Bokmål: offer; Nynorsk: offer; Old English: blōt, ġeblōt, lāc; Old French: sacrifise; Pashto: قرباني‎; Persian: قربانی‎; Plautdietsch: Opfa; Polish: ofiara; Portuguese: sacrifício; Romanian: sacrificiu, jertfă; Russian: жертва, пожертвование; Scottish Gaelic: ìobairt; Serbo-Croatian Cyrillic: жртва; Roman: žrtva; Slovak: obeta; Slovene: žrtev; Spanish: sacrificio; Swedish: offer; Tajik: қурбонӣ; Telugu: త్యాగం; Thai: ยัญ, เมธ; Turkish: kurban, kurbanlık; Turkmen: gurbanlyk, gurban; Ukrainian: жертва, офі́ра, пожертвування; Urdu: قربانی‎‎; Uyghur: قۇربانلىق‎, قۇربان‎; Uzbek: qurbonlik, qurbon; Vietnamese: lễ vật; Welsh: aberth

victim

Arabic: ضَحِيَّة‎; Egyptian Arabic: ضحية‎; Armenian: զոհ; Azerbaijani: zərərçəkən; Belarusian: ахвяра; Bulgarian: жертва; Catalan: víctima; Chinese Mandarin: 受害者, 受害人; Czech: oběť; Danish: offer; Dutch: slachtoffer; Finnish: uhri; French: victime; Galician: vítima; Georgian: მსხვერპლი, დაზარალებული; German: Opfer; Greek: θύμα; Ancient Greek: θῦμα; Hebrew: קָרְבָּן \ קורבן‎; Hindi: शिकार; Italian: vittima; Japanese: 犠牲者; Khmer: ជនរងគ្រោះ; Korean: 희생자(犧牲者); Kyrgyz: курман; Latgalian: upere; Latvian: upuris; Malay: mangsa; Maori: marurenga, pārurenga, patunga, ori; Norwegian Bokmål: offer; Ottoman Turkish: ضحیة‎, مغدور‎; Persian: قربانی‎; Polish: ofiara, poszkodowana, poszkodowany; Portuguese: vítima; Romanian: victimă; Russian: жертва, потерпевший, потерпевшая; Scottish Gaelic: ìobairteach; Serbo-Croatian Cyrillic: жр̏тва; Roman: žȑtva; Slovak: obeť; Slovene: žrtev; Spanish: víctima; Swedish: offer; Thai: เหยื่อ; Ukrainian: жертва, офі́ра; Vietnamese: nạn nhân