ἐπιμαρτυρέω

Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A bear witness to a thing, depose to, ἐ. ἡμῖν τὰ ὀνόματα μὴ.. κεῖσθαι Pl.Cra.397a; ἐ. τι πρός τινας Plu.Lys.22; τὰ χρήματα ἅ κα ἐπιμαρτυρήσωντι of which they admit the possession, Tab.Heracl. 1.156: c. inf., τῶν πραγμάτων -ούντων τὴν δύναμιν αὐξάνεσθαι Plu. Sert.12, cf. 1 Ep.Pet.5.12; ὅτι.. Luc.Alex.42: abs., Plu.Nic.6:—Pass., to be confirmed by evidence, S.E.M.7.211, Polystr.p.31 W.
2. bear witness in favour of, τινί Phld.Oec.p.57J.
II. Astrol., support by aspect, Vett.Val.111.31, PMag.Leid.W.24.16 (ii/iii A.D.).
III. in Med., adjure, τισὶ μὴ ποιέειν τι Hdt.5.93 (as v.l. for ἐπιμαρτύρομαι).

German (Pape)

[Seite 960] Zeuge wobei sein, Etwas durch sein Zeugniß bestätigen, bezeugen, εἰ ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα μὴ κεῖσθαι Plat. Crat. 397 a; Gegensatz ἀντιμαρτυρέω, Sext. Emp. adv. math. 7, 211; oft Plut., τί, Lys. 22; absol., Nic. 6; vgl. App. Syr. 41. – Med. = ἐπιμαρτύρομαι, Λακεδαιμονίοισι ἐπεμαρτυρέοντο μὴ ποιέειν Her. 5, 93.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre témoignage, attester;
Moy. ἐπιμαρτυρέομαι, ἐπιμαρτυροῦμαι adjurer : τινι μὴ ποιεῖν HDT qqn de ne pas faire.
Étymologie: ἐπιμάρτυρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμαρτῠρέω:
1 быть свидетелем, свидетельствовать, удостоверять (τινί τι εἶναι Plat.; τι πρός τινα Plut.; δι᾽ αὐτῆς τῆς ἐναργείας Sext.);
2 med. заклинать, умолять (μὴ ποιέειν τι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμαρτυρέω: φέρω μαρτυρίαν περί τινος πράγματος, ἐπιβεβαιῶ, εἰ ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα μὴ πάνυ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου κεῖσθαι Πλάτ. Κρατ. 397Α· ἐπ. τι πρός τινα Πλουτ. Λύσανδ. 22· τὰ χρήματα ἅ κα ἐπιμαρτυρήσωντι, ὧν ἂν ἐπιμαρτυρήσωσι τὴν κατοχήν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 156· μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Σερτώρ. 12· ὅτι... Λουκ. Ἀλέξ. 42· ἀπολ., Πλουτ. Νικ. 6. - Παθ., ἐπιβεβαιοῦμαι διὰ μαρτυρίας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 211. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐξορκίζω τινὰ νά..., Λακεδαιμονίοισί τε ἐπεμαρτυρέοντο, μὴ ποιέειν μηδὲν νεώτερον περὶ πόλιν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 5. 93· πρβλ. ἐπιμαρτύρομαι.

Spanish

ser testigo por aspecto

English (Strong)

from ἐπί and μαρτυρέω; to attest further, i.e. corroborate: testify.

English (Thayer)

ἐπιμαρτύρω; to bear witness to, establish by testimony: followed by the accusative with an infinitive, Plato, Josephus, Plutarch, Lucian, others) (Compare: συνεπιμαρτυρέω.)

Greek Monotonic

ἐπιμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
I. φέρω μαρτυρία για κάτι, καταθέτω, σε Πλάτ., κ.λ.π.
II. στη Μέσ., εξορκίζω κάποιον να, τινὶ μὴ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to bear witness to a thing, to depose, Plat., etc.
II. in Mid. to adjure, τινὶ μὴ ποιεῖν τι Hdt.

Chinese

原文音譯:™pimarturšw 誒披-馬而替雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-印證
字義溯源:充分證實,見證,證明;由(ἐπί)*=在⋯上)與(μαρτυρέω)=作見證)組成;而 (μαρτυρέω)出自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)
同源字:1) (ἐπιμαρτυρέω)見證 2) (μαρτυρέω)作見證參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 見證(1) 彼前5:12

Léxico de magia

astron. ser testigo por aspecto un astro de otro πειρῶ δὲ κατασκευάζειν αὐτὸν <σελήνης> οὔσης ἐν ἀνατολῇ καὶ συναπτούσης ἀγαθοποιῷ ἀστέρι ... καὶ ἐπιμαρτυροῦντος μηδενὸς κακοποιοῦ intenta prepararlo cuando salga la luna y esté en conjunción con un astro benéfico, sin que sea testigo por aspecto ningún astro maléfico P XIII 1029