κατοπτεύω

Revision as of 10:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A spy out, ὠτακουστεῖν καὶ κ. v.l. for διοπτ- in X.Cyr.8.2.10; observe closely, ἅπαντα, φύσιν ἀνθρώπων, Plb.1.4.11, D.H.Lys.7; reconnoitre, Plb.3.45.3; of a night-policeman, POxy.1033.13 (iv A.D.); visit, explore a country, Plb.34.1.8, 34.5.9; τὸν οὐράνιον χῶρον Arist.Mu.391a10; ἐπὶ τοῦ Πηγάσου τὸν οὐρανόν Asclep.Myrl. ap. Sch.Il.6.155; κ. ἐςAP 5.122 (Phld.):—Pass., Plb.3.37.11, Str.2.4.6; to be observed, S.Aj. 829; μὴ κατοπτευθῶ παρών Id.Ph.124; ἐκ τῶν φαινομένων κατωπτευμένων Phld.Sign.25.
II Astrol., exert a baleful aspect, Petos. ap. Vett. Val.112.37.

German (Pape)

[Seite 1404] ausspähen, ausforschen, beobachten; οὐράνιον χῶρον Arist. de mund. 1; D. Hal.; – belauschen, καὶ ὠτακουστεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 10; – pass., μὴ κατοπτευθῶ παρών Soph. Phil. 124; πρὸς ἐχθρῶν του κατοπτευθείς Ai. 829; in Prosa, κατωπτεῦσθαι Pol. 3, 38, 11.

French (Bailly abrégé)

examiner, observer, acc. ; particul. épier, espionner ; Pass. être reconnu, ou simpl. vu.
Étymologie: *κατόπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-οπτεύω opmerken:. μὴ κατοπτευθῶ παρών opdat mijn aanwezigheid niet wordt opgemerkt Soph. Ph. 124. aandachtig bekijken; bespioneren.

Russian (Dvoretsky)

κατοπτεύω:
1 наблюдать, рассматривать, исследовать (τὸν οὐράνιον χῶρον Arst.);
2 высматривать, подсматривать, разведывать (κ. καὶ ὠτακουστεῖν Xen.; ἐς τὰ ἔργα τινός Anth.);
3 подмечать, замечать (τινά и τι Polyb., Plut.): μὴ κατοπτευθῶ Soph. чтобы мне остаться незамеченным.

Greek Monolingual

(ΑΜ κατοπτεύω) κατόπτης
1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῖνον χῶρον κατοπτεῦσαι», Αριστοτ.)
2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών», Παπαδ.
β. «συνεγγίσαντες κατὰ τὸ δίωγμα τῷ τῶν Καρχηδονίων χάρακι καὶ κατοπτεύσαντες, αὖθις ἐξ ὑποστροφῆς ἠπείγοντο», Πολ.)
αρχ.
1. αστρολ. ασκώ ολέθρια επίδραση
2. παθ. κατοπτεύομαι
γίνομαι ορατός ή αντιληπτός («μὴ κατοπτευθῶ παρών», Σοφ.).

Greek Monotonic

κατοπτεύω: μέλ. -σω (κατόπτης), κατασκοπεύω, κάνω αναγνώριση του εδάφους, σε Ξεν. — Παθ., παρατηρούμαι, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατοπτεύω: κατασκοπεύω (ἰδίως ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας), κ. καὶ ὠτακουστεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10· παρατηρῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐξετάζω, τὸν οὐράνιον χῶρον Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 2, 3· ὡσαύτως, κ. ἐς… Ἀνθ. Π. 5. 123. - Παθ., παρατηροῦμαι, κατασκοπεύομαι, Σοφ. Φ. 124· μὴ κατοπτευθῶ παρών, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 829.

Middle Liddell

fut. σω κατόπτης
to spy out, reconnoitre, Xen.:—Pass. to be observed, Soph.