προσκορής
English (LSJ)
προσκορές,
A satiating, palling, tedious, of a speech, Hermog. Inv.3.10; of a person, Id.Id.2.11, cf. Luc.DMort.26.2, Sch.Ar.Eq. 1055, etc.
II Pass., sated, Phld.Mus.p.109 K.; τινι with... Hld.3.4.
III Adv. προσκόρως (as if from πρόσκορος) AP4.3.3 (Agath.); π. χρῆσθαι κόσμῳ Hermog.Id.2.11; λόγος π. κεκοσμημένος ib.1.12.
German (Pape)
[Seite 770] ές, = πρόσκορος, Luc. D. mort. 26, 2; pass., gesättigt, Heliod. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui rassasie, qui cause la satiété.
Étymologie: πρός, κόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
προσκορής: вызывающий пресыщение, внушающий отвращение: τὸ ὅμοιον καὶ ταὐτὸν προσκορές Luc. надоедливое однообразие.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός
2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος
3. κορεσμένος, χορτασμένος.
επίρρ...
προσκόρως Α
1. με κορεσμό, με χόρτασμα
2. κατά κόρον, καθ' υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κορής (< κόρος [Ι] «χορτασμός»), πρβλ. κατα-κορής. Το επίρρ. προσκόρως έχει σχηματιστεί κατά τα επιρρ. τών δευτεροκλίτων επιθ., δηλ. μέσω αμάρτυρου πρόσκορος].
Greek Monotonic
προσκορής: -ές (κόρος), αηδιαστικός, χορτασμένος, κορεσμένος, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προσκορής: -ές, ὁ προξενῶν κόρον, ἀηδής, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 26. 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055, κτλ. ΙΙ. Παθητ., κεκορεσμένος, ἀδολεσχίᾳ τοσαύτῃ προσκορῆ γεγενημένον Ἡλιόδ. 3. 4˙ Ἐπίρρ. προσκόρως (ὥσπερ ἐξ ὀνομαστ. πρόσκορος), Ἀνθ. Π. 4. 3, 3, Ρήτορες (Waltz) 3. 388.
Middle Liddell
προσ-κορής, ές κόρος
satiating, palling, Luc.