προσκορής

Revision as of 10:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

προσκορές,
A satiating, palling, tedious, of a speech, Hermog. Inv.3.10; of a person, Id.Id.2.11, cf. Luc.DMort.26.2, Sch.Ar.Eq. 1055, etc.
II Pass., sated, Phld.Mus.p.109 K.; τινι with... Hld.3.4.
III Adv. προσκόρως (as if from πρόσκορος) AP4.3.3 (Agath.); π. χρῆσθαι κόσμῳ Hermog.Id.2.11; λόγος π. κεκοσμημένος ib.1.12.

German (Pape)

[Seite 770] ές, = πρόσκορος, Luc. D. mort. 26, 2; pass., gesättigt, Heliod. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui rassasie, qui cause la satiété.
Étymologie: πρός, κόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκορής -ές [πρός, κόρος] vervelend.

Russian (Dvoretsky)

προσκορής: вызывающий пресыщение, внушающий отвращение: τὸ ὅμοιον καὶ ταὐτὸν προσκορές Luc. надоедливое однообразие.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός
2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος
3. κορεσμένος, χορτασμένος.
επίρρ...
προσκόρως Α
1. με κορεσμό, με χόρτασμα
2. κατά κόρον, καθ' υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κορής (< κόρος [Ι] «χορτασμός»), πρβλ. κατα-κορής. Το επίρρ. προσκόρως έχει σχηματιστεί κατά τα επιρρ. τών δευτεροκλίτων επιθ., δηλ. μέσω αμάρτυρου πρόσκορος].

Greek Monotonic

προσκορής: -ές (κόρος), αηδιαστικός, χορτασμένος, κορεσμένος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσκορής: -ές, ὁ προξενῶν κόρον, ἀηδής, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 26. 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055, κτλ. ΙΙ. Παθητ., κεκορεσμένος, ἀδολεσχίᾳ τοσαύτῃ προσκορῆ γεγενημένον Ἡλιόδ. 3. 4˙ Ἐπίρρ. προσκόρως (ὥσπερ ἐξ ὀνομαστ. πρόσκορος), Ἀνθ. Π. 4. 3, 3, Ρήτορες (Waltz) 3. 388.

Middle Liddell

προσ-κορής, ές κόρος
satiating, palling, Luc.