μετάφημι

Revision as of 10:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

speak among persons, whether in addressing one or more of them, or as their spokesman, Hom. (only 3sg. impf. μετέφη), c. dat. pl., τῇσιν (sc. δμῳαῖς) μ. Od.18.312; πάντεσσι θεοῖσι Il.19.100: elsewhere Hom. always joins it with τοῖς or τοῖσι, whether a single person is addressed, as in Il.2.411, 4.153, 19.55, or more than one, as in Od.8.132:—μετέφη c. acc. pers. is f.l. in Il.2.795.

German (Pape)

[Seite 156] (s. φημί), wie μεταυδάω, unter, d. i. zu Mehreren sprechen, τοῖσι δ' εὐχόμενος μετέφη, Il. 2, 411, τῇσι, sc. δμωῇσιν, Od. 18, 311, vgl. Iliad. 4, 153. 19, 55; – Il. 2, 795 steht es ohne Casus.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. 3ᵉ sg. μετέφη;
1 parler au milieu de, τινι, ou en gén. s'adresser à;
2 adresser la parole à.
Étymologie: μετά, φημί.

Russian (Dvoretsky)

μετάφημι: (только 3 л. sing. impf. μετέφη) обращаться с речью, говорить (τινί, реже τινά Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάφημι: ὡς τὸ μεταυδάω, ὁμολῶ μεταξύ τινων, ἑπομένως, ἀποτείνω τὸν λόγον, ἀγορεύω πρός..., Ὅμ. (ὅστις ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), μετὰ δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ μετὰ τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, ὅπερ ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον πρόσωπον γίνεται λόγος, ὥστε ἐνταῦθα τὸ τοῖς δέον νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. μετεῖπον.

English (Autenrieth)

ipf. μετέφη: speak among or to, τισί, also w. acc., Il. 2.795. See φημί.

Greek Monolingual

μετάφημι (Α)
μιλώ μαζί με άλλους ή ως αντιπρόσωπος άλλων («εὐχόμενος μετέφη θεοῖσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φημί «λέγω»].

Greek Monotonic

μετάφημι: παρατ. μετ-έφην (πρβλ. μετ-εῖπον)·
1. μιλώ ανάμεσα σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
2. με αιτ. προσ., προσεγγίζω, πλησιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

imperf. μετ-έφην [cf. μετεῖπον
1. to speak among others, to address them, c. dat. pl., Hom.
2. c. acc. pers. to accost, Il.