ἐπισυρμός
English (LSJ)
ὁ,
A laziness, negligence, εἰς ἐ. καὶ λήθην ἄγειν Plb. 4.49.1, cf. 38.15.10.
II mockery, Stoic. ap. Stob.2.7.11m.
German (Pape)
[Seite 987] ὁ, das Nachschleppen, Hinziehen, Verzögern einer Sache, εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην ἄγειν Pol. 4, 49, 1; Nachlässigkeit, 40, 2, 10. – Bei Stob. ecl. eth. p. 222 das Durchziehen, Verspotten.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυρμός: ὁ досл. волочение, таскание, перен. затягивание, проволочка, волокита: εἰς ἐπισυρμὸν ἄγειν Polyb. затягивать или оставлять в пренебрежении.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυρμός: ὁ, (ἐπισύρω) ὀκνηρία, ἀμέλεια εἰς ἐπ. καὶ λήθην ἄγειν Πολύβ. 40. 2, 10. ΙΙ. σαρκασμός, τὸ σαρκάζειν, ὅ ἐστιν εἰρωνεύεσθαι μετ᾿ ἐπισυρμοῦ τινος Στοβ. Ἐκλογ. 2, 222.
Greek Monolingual
ἐπισυρμός, ὁ (Α) επισύρω
1. αμέλεια, οκνηρία («εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην ἄγοιεν», Πολ.)
2. σαρκαστική διάθεση.
Translations
mockery
Arabic: اِسْتِهْزَاء; Hijazi Arabic: تريقة; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar