ζοφώδης

Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ζοφῶδες, = ζοφοειδής, οὖρον Hp.Coac.570; θάλαττα Arist.Pr. 944b22; ἀήρ ib.946a34 (Sup.), cf. Vett. Val.312.32; (σελήνη) Theophrastus Sign.12; Βόσπορος Str.1.2.9; Εὖρος App.Hann.20; opaque, Cleom. 1.4.

German (Pape)

[Seite 1140] ες, dunkel, Hdn. 1, 8, 12; νέκυς Crinag. 36 (VII,380).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
obscur, trouble.
Étymologie: ζόφος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp.

Russian (Dvoretsky)

ζοφώδης: потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ζοφώδης: -ες, = ζοφοειδής, Ἱππ. 213C, Ἀριστ. Προβλ. 26, 37, 53.

English (Slater)

ζοφώδης ? dark Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν ὕδωρ ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.

Greek Monolingual

-ες (AM ζοφώδης, -ες) ζόφος
αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκοτεινός, ζοφερός
μσν.
μτφ. αυτός που είναι βυθισμένος στο σκοτάδι της πλάνης και της αμάθειας, γεμάτος προκαταλήψεις, αμόρφωτος, αδιαφώτιστος.