τωθάζω

Revision as of 12:02, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ar.V.1368, Theoc.16.9, etc.: A fut. τωθάσομαι Pl.Hp. Ma.290a (τωθάσω Ar.V.1362 is aor. subj.; τωθάσουσι as fut. is v.l. in Gal.6.234): aor. ἐτώθασα Ar. l. c., Arist.Rh.1381a34, Jul. Or.5.159a, (ἐπ-) Hp.Ep.17: also θωτάξω (q.v.):—mock, jeer at, flout, τινα Hdt.2.60, Ar.V.1362, Pl. l. c., Herod.7.103; πολλὰ τ. τινά Theoc. l.c.:—Pass., to be mocked, Pl.R. 474a, Lib.Decl.19.33.
2 abs., jeer, Ar.V.1368, Arist. l.c.

French (Bailly abrégé)

f. τωθάσομαι, ao. ἐτώθασα, pf. inus.
se moquer de, railler, plaisanter, acc..
Étymologie: DELG terme expressif, pê pop., sans étym.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωθάζω bespotten, honen, plagen.

German (Pape)

dor. τωθάσδω, fut. τωθάσομαι, Plat. Hipp. mai. 290a, – spotten, höhnen, necken; auch trans., verspotten, verhöhnen, hohnnecken, τινά; Her. 2.60; Ar. Vesp. 1362, 1368; – pass., Plat. Rep. V.474a.

Russian (Dvoretsky)

τωθάζω: дор. τωθάσδω (fut. τωθάσομαι, aor. ἐτώθασα) насмехаться, осмеивать (τινά Her., Arph., Plat. etc.).

Greek Monolingual

ΜΑ, και θωτάζω, Α
εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ
αρχ.
1. απόλ. χλευάζω
2. (κατὰ τον Ησύχ.) α) «λοιδορῶ»
β) «ἐρεθίζω»
γ) «κακολογῶ»
δ) «θωπεύω»
ε) «κατακαυχῶμαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ. θωτάζω προήλθε πιθ. από την παραπάνω λ. με μετάθεση συμφώνων].

Greek Monotonic

τωθάζω: Δωρ. τωθάσδω, μέλ. τωθάσομαι, αόρ. ἐτώθασα, υποτ. τωθάσω·
1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, σκώπτω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., χλευάζομαι, σε Πλάτ.
2. απόλ., εμπαίζω, χλευάζω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τωθάζω: Δωρικ. τωθάσδω· μέλλ. τωθάσομαι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290Α (τωθάσω Ἀριστοφ. Σφ. 1362 εἶναι ἀόρ. ὑποτακτ.)· ἀόρ. ἐτώθασα, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 13, (ἐπ-) Ἱππ. 1281. 15· ἐτώθαξα Τζέτζ. Ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, σκώπτω, μυκτηρίζω, τινὰ Ἡρόδ. 2. 60, Ἀριστοφ. Σφ. 1362, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πολλὰ τ. τινὰ Θεόκρ. 16 9. - Παθ., μυκτηρίζομαι, χλευάζομαι, Πλάτ. Πολ. 474Α. 2) ἀπολ., ἐμπαίζω, χλευάζω, Ἀριστοφ. Σφ. 1368, Ἀριστ. Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Ὡς παράδειγμα τοῦ τωθάζειν οἱ παλαιοὶ μνημονεύουσι τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Ἐμπεδοκλέους ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 21, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τωθάζει· χλευάζει, μετὰ κενοδοξίας σκώπτει. ἐρεθίζει. κατακαυχᾶται. λοιδορεῖ. θωπεύει. κακολογεῖ».

Middle Liddell


1. to mock, scoff or jeer at, flout, Hdt., Ar.: —Pass. to be jeered, Plat.
2. absol. to jeer, Ar.

Frisk Etymology German

τωθάζω: {tōtházō}
Forms: Aor. τωθάσαι, Fut. -άσομαι,
Grammar: v.
Meaning: spotten, höhnen, necken (ion. att.); auch θωτάζει· ἐμπαίζει, χλευάζει, ἐπιθωτάζοντες· ἐπιχλευάζοντες H.
Composita: auch m. ἐπι- u.a.,
Derivative: Davon τωθασμός (ἐπι-) m. Hohn, Spott, Neckerei (Arist., Plb., D. H. u.a.), -άσματα pl. ib. (Suid.), -αστής m. Spötter (Poll., H.), -αστικός spöttisch, höhnisch (D. H., D. L., Poll.).
Etymology: Unerklärt. Vergebliche Versuche bei Bq (abgelehnt).
Page 2,951

Mantoulidis Etymological

(=περιγελῶ, κοροϊδεύω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό ἀτάσθαλος (ἄτη + θάλλω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τωθασμός, τωθαστής, τωθαστικός. Y {{ |=Ὕψιλον }}