τριήμερος

Revision as of 22:07, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τριήμερον, living for three days, M.Ant.4.50: τριήμερον, τό, space of three days, Arist.HA553a10.

Greek (Liddell-Scott)

τριήμερος: -ον, ὁ τριῶν ἡμερῶν, ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἡμερῶν, τί διαφέρει ὁ τριήμερος τοῦ τριγερηνίου; Μᾶρκος Ἀντ. 4. 50 - τριήμερον, τό, διάστημα χρονικὸν τριῶν ἡμερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, ἐν τέλ. (5. 20, 4). Ἐπίρρ. τριημέρως, τριημέρως βαδίσας ἐπὶ τὸ θανεῖν καὶ μετὰ ταῦτα ζῶν ὑποστρέψας Χρον. Πασχάλ. τ. 1, σ. 104, 18.

Greek Monolingual

-η, -ο / τριήμερος, -ον, ΝΜΑ, και τρισήμερος, -ον, Α
1. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών («τριήμερο βρέφος»)
2. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες (α. «τριήμερη αποβολή από το σχολείο» β. «τῇ τριημέρῳ αὐτοῦ ἐγέρσει», Κ. Πορφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το τριήμερο(ν)
χρονικό διάστημα τριών ημερών («κατὰ τριήμερον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «τριήμερος πυρετός»
ιατρ. καλοήθης ίωση, οφειλόμενη σε ιό ο οποίος μεταδίδεται με το τσίμπημα του εντόμου Phlebotomus pappatasii, που ζει σε σπίτια στις παραμεσόγειες χώρες.
επίρρ...
τριημέρως ΜΑ
επί τρεις ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- / τρισ- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθήμερος].

German (Pape)

drei Tage lang dauernd, dreitägig, M.Ant. 4.50.