ἀψόφητος

Revision as of 14:02, 13 January 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Bulgarian: безшумен, беззвучен; Finnish: meluton; French: silencieux; German: geräuschlos; Greek: αθόρυβος; Ancient Greek: ἄθροος, ἄψοφος; Hungarian: zajtalan; Latin: [[tac...)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀψόφητον, (ψοφέω) noiseless, c. gen., ἀ. κωκυμάτων without sound of... S.Aj.321.

Spanish (DGE)

-ον
silencioso ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν Synes.Hymn.9.29, cf. Hsch.
c. gen. ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε S.Ai.321.

German (Pape)

[Seite 421] geräuschlos, still, ὀξέων κωκυμάτων, ohne lauter Wehklagen Geräusch, Soph. Ai. 314.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: , ψοφέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀψόφητος: бесшумный, беззвучный: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψόφητος: -ον, (ψοφέω) ἀθόρυβος· μετὰ γεν., ἀψ. κωκυμάτων, ἄνευ θορύβου κωκυμάτων, Σοφ. Αἴ. 321. πρβλ. ἄπεπλος, ἄσκευος, ἄχαλκος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀψόφητος, -ον)
νεοελλ.
1. (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε ακόμη
2. αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη γάτα»)
αρχ.
αθόρυβος, ήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «κάνω θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «πεθαίνω»].

Greek Monotonic

ἀψόφητος: -ον (ψοφέω), αθόρυβος· με γεν., ἀψόφητος κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ.

Middle Liddell

ψοφέω
noiseless; c. gen., ἀψ. κωκυμάτων without sound of wailings, Soph.

Translations

noiseless

Bulgarian: безшумен, беззвучен; Finnish: meluton; French: silencieux; German: geräuschlos; Greek: αθόρυβος; Ancient Greek: ἄβρομος, ἀδούπητος, ἄθροος, ἄθρους, ἄκλυτος, ἄκτυπος, ἄνηχος, ἀσμάραγος, αὐίαχος, αὐΐαχος, ἀψόφητος, ἄψοφος, κωφός; Hungarian: zajtalan, nesztelen, hangtalan; Latin: tacitus, impercussus; Norwegian Bokmål: lydløs; Ottoman Turkish: گورلدیسز‎; Polish: bezgłośny, bezszumny, bezszumowy; Romanian: silențios, nezgomotos; Russian: бесшумный; Turkish: gürültüsüz