ψοφέω

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψοφέω Medium diacritics: ψοφέω Low diacritics: ψοφέω Capitals: ΨΟΦΕΩ
Transliteration A: psophéō Transliteration B: psopheō Transliteration C: psofeo Beta Code: yofe/w

English (LSJ)

A pf. ἐψόφηκα Men.Sam. 324, etc.:—sound, make a noise (opp. φωνέω, Arist.de An.420b30, HA535b3), E.Or.137; ψοφεῖ ἀρβύλη Id.Ba.638 (troch.); πύλαι ψοφοῦσι Id.HF78 (v. infr. ΙΙ); ψοφεῖ λάλον τι, like a cracked pot, Ar. Ach.933 (lyr.); ἐψόφησεν ἄμπελος Id.Pax612 (troch.); ἐψόφει.. οὐκ οἶδ' ἅττα ib.1152 (troch.); ὥσπερ κύμβαλον ψοφεῖ πρὸς τῷ δαπέδῳ ἡ κοίλη ὁπλή X.Eq.1.3; ποταμοὶ ψοφοῦντες Pl.R. 396b; of a bell, Str. 14.2.21: c. acc. cogn., [ἡ χαλκὶς] ψοφεῖ οἷον συριγμόν Arist.HA 535b19; ψ. ψόφον ib.b13.
2 especially of an empty noise, πάντα γάρ τοι τῷ φοβουμένῳ ψοφεῖ S.Fr.61; κόμποι ψοφοῦσιν Alex.25.9; μέγα ψοφέουσαν ἀοιδήν Call.Aet.Oxy.2079.19 (cf. Fr.165).
II c. acc., ψοφεῖν τὰς θύρας knock at the door inside to show that one is coming out (opp. κόπτειν or κρούειν knock at the outside), τὴν θύραν ψοφεῖ τις ἐξιών Men.Pk.126, cf. Epit.454; ἐψόφηκε προϊὼν τὴν θύραν Id.Sam. 324, cf. Luc.Sol.9; but the two words are sometimes used indiscriminately, cf. Plu.Publ.20; also of the door (intr.), τί αἱ θύραι νύκτωρ ψοφοῖεν why they were heard to open, Lys.1.14, cf. 17, Men.Sam. 222; ἐψόφηκεν ἡ θ. Com.Adesp.21.1 D.; ἐψόφηκε ῥόπαλον CIG5149b (Cyrene).
2 rattle a chain, Herod.7.11.
III intr., κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε perhaps = you will perish, come to a bad end, S.Ichn.162: cf. διαφωνέω 3b.
IV = μαστιγόω, ἐξουσίαν ἐχέτω.. ἐπιτειμέων τρόπ [ῳ ᾧ κα θέλῃ καὶ ψο]φέων καὶ διδέ[ων] καὶ πωλέων Supp.Epigr.2.307 (Delph.); ἐπιτιμέουσα καὶ ψοφευσασα (sic lapis; leg. ψοφεῦσα) καὶ διδέουσα κτλ. Delph.3(2).131 (i B. C.); cf. μαστιγοῦσαι replacing ψοφέουσαι in the same formula, GDI2324 (Delph.).

German (Pape)

[Seite 1401] ein Geräusch machen, einen Laut von sich geben, schallen, knarren, klatschen, lärmen, rauschen, von unartikulirtem Geräusche jeder Art; ἅπαντα γὰρ τῷ φοβουμένῳ ψοφεῖ Soph. frg. 58; ψοφεῖ ἀρβύλη δόμων ἔσω Eur. Bacch. 638; Ar. Ach. 906 Pax 595; ποταμοὺς ψοφοῦντας Plat. Rep, III, 396 d; – ψοφεῖν τὴν θύραν, wie κόπτειν, an die Thür klopfen, wenn man aus dem Hause treten und die Thür von innen nach außen öffnen will, ἐψόφηκε τὴν θύραν τις ἐξιών Men. bei Schol. Ar. Nubb. 133 u. Suid.; aber auch τί αἱ θύραι ψοφοῖεν, Lys. 1, 14, wie ὅταν πύλαι ψοφῶσιν Eur. Herc. fur. 78, vgl. Mel. 3, 16.

French (Bailly abrégé)

ψοφῶ :
ao. ἑψόφησα, pf. ἑψόφηκα;
1 intr. faire du bruit, particul. produire un bruit inarticulé;
2 tr. ψόφειν τὴν θύραν ou τὰς θύρας, faire crier la porte en l'ouvrant.
Étymologie: ψόφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψοφέω [ψόφος] geluid maken, kraken:; πύλαι ψοφοῦσι de deur kraakt Eur. HF 78; ἐψόφει... οὐκ οἶδ’ ἅττα er klonk een geluid, ik weet niet wat het was Aristoph. Pax 1152; ποταμοὶ ψοφοῦντες bulderende rivieren Plat. Resp. 396b; kloppen op, met acc.: τὴν θύραν ψοφεῖ τις ἐξιών iemand geeft een klopje op de deur bij het naar buiten gaan Men. Peric. 316.

Russian (Dvoretsky)

ψοφέω: шуметь, издавать звук, трещать: ἡσύχῳ ποδὶ χωρεῖτε, μὴ ψοφεῖτε Eur. ступайте тихо, не шумите; πύλαι ψοφοῦσι Eur. ворота скрипят; ψ. λάλον τι Arph. издавать звонкий треск; ποταμοὶ ψοφοῦντες шумящие реки; ψ. οἷον συριγμόν Arst. издавать нечто вроде свиста; ψ. τὴν θύραν и τὰς θύρας Men., Plut. стучать в дверь.

Greek Monotonic

ψοφέω: μέλ. -ήσω, παρακ. ἐψόφηκα (ψόφος
I. βγάζω άναρθρο ήχο, ηχώ, κάνω φασαρία, σε Ευρ.· ψοφεῖ λάλον τι, η φλυαρία ηχεί σαν σπασμένο αγγείο, σε Αριστοφ.· ὥσπερ κύμβαλον ψοφεῖν, σε Ξεν.
II. με αιτ., ψοφεῖν τὰς θύρας, χτυπώ την πόρτα από μέσα για να δείξω ότι κάποιος πρόκειται να βγει έξω, σε Μένανδρ.· επίσης, λέγεται για την ίδια την πόρτα (αμτβ.), εἰ αἱ θύραι νύκτωρ ψοφοῖεν, δηλ. αν ακουστεί ότι ανοίγουν, σε Λυσ.

Greek (Liddell-Scott)

ψοφέω: πρκμ. ἐψόφηκα Μένανδρ. ἔνθα κατωτ. Ποιῶ ψόφον, κτυπῶ, ποιῶ θόρυβον ἢ παράγω ἦχον ἄναρθρον, Λατ. strepere, (ἀντίθετον τῷ φωνέω) Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 2. 8, 15, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 5), Εὐρ. Ὀρ. 137· ψοφεῖ ἀρβύλη ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 838· πύλαι ψοφοῦσι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 78 (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ψοφεῖ λάλον τι, ὡς διερρωγὸς ἀγγεῖον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 933· ἐψόφησεν ἄμπελος ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 612· ἐψόφ-, οὐκ οἶδ’ ἄττα αὐτόθι 1152· ὥσπερ κύμβαλον ψοφεῖ πρὸς τῷ δαπέδῳ ἡ κοίλη ὁπλὴ Ξεν. Ἱππ. 1, 3· ποταμοὶ ψοφοῦντες Πλάτ. Πολ. 396Β· ἐπὶ κώδωνος, Στράβ. 658· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., [ἡ χαλκὶς] ψοφεῖ οἷον συριγμὸν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 5· ψ. ψόφον αὐτόθι 4. 2) μάλιστα ἐπὶ κενοῦ, ἀσημάντου θορύβου, ἅπαντα γάρ τοι τῷ φοβουμένῳ ψοφεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 58· κόμποι κενοὶ ψοφοῦσιν ἀντ’ ὀνειράτων Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1· πρβλ. ψόφος 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ψοφεῖν τὰς θύρας, δηλ. ἔσωθεν εἰς σημεῖον ὅτι μέλλει τις νὰ ἐξέλθῃ (ἀντίθετον τῷ κόπτειν ἢ κρούειν. κρούειν ἔξωθεν), ἐψόφηκε τὴν θύραν τις ἐξιὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 208, πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 9· ἀλλ’ ἐνίοτε αἱ δύο λέξεις ἐναλλάσσονται, κόπτουσι καὶ ψοφοῦσι τὰς αὐτῶν θύρας ἔσωθεν οἱ προϊέναι μέλλοντες ὅπως αἴσθησις ἔξω γένοιτο τοῖς παρερχομένοις ἢ προεστῶσι, καὶ μὴ καταλαμβάνοιντο προϊούσαις ταῖς κλεισιάσιν εἰς τὸν στενωπὸν Πλουτ. Ποπλ. 20· ― οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς θύρας αὐτῆς (ἀμεταβ.), εἰ αἱ θύραι νύκτωρ ψοφοῖεν, δηλ. ἂν ἀκουσθῇ ὅτι ἀνοίγονται, ἂν παράγωσι κρότον τινά, Λυσί. 73. 1 καὶ 19· ἐψόφηκε ῥόπαλον Συλλ. Ἐπιγρ. 5149b· οὕτω, fores crepaere abaea, Terent. Eun. (Τερέντ. ἐν Εὐνούχῳ) 5. 7, 5, πρβλ. Heaut. (ἑαυτὸν τιμωρούμενον) 3. 3, 52.

Middle Liddell

ψοφέω, ψόφος
I. to make an inarticulate noise, to sound, make a noise, Eur.; ψοφεῖ λάλον τι sounds chatter-like, as if it were tested like a pot, to see if it were cracked, Ar.; ὥσπερ κύμβαλον ψοφεῖ Xen.
II. c. acc., ψοφεῖν τὰς θύρας to knock at the door inside, to show that some one was coming out, Menand.:—also of the door (intr.), εἰ αἱ θύραι νύκτωρ ψοφοῖεν, i. e. if they were heard to open, Lys.