επικλίνω
Greek Monolingual
ἐπικλίνω (AM)
μσν.
επιδοκιμάζω, συγκατανεύω
αρχ.
1. προσδίδω επικλινή θέση
2. κατευθύνω σε κάτι
2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση
3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ
4. (για πόρτα) κλείνω
5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση, έχω γύρει κάπου
6. παθ. ἐπικλίνομαι
κατακλίνομαι, πλαγιάζω
7. βρίσκομαι προς το μέρος κάποιου, εκτείνομαι κοντά («Σαλαμῖνος, τὰς ἐπικεκλιμένας ὄχθοις ἱεροῖς [της Αττικής]», Ευρ.)
8. παθ. ρέπω, τείνω προς κάτι («πρὸς τὰς Αἰγυπτίας ἡδονὰς ἐπικλίνεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλίνω «στηρίζομαι, κατακλίνω»].