ἀποίητος
English (LSJ)
ἀποίητον,
A not done, undone, πεπραγμένων ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Pi.O.2.18; ἀ. πάμπολλ' ἐστίν Men.113.
2 not to be done, impossible, Plu.Cor.38.
II not artificial, unpolished, D.H. Lys.8; esp. unpoetical, ἀποίητος λόγος, opp. ποιητική, Id.Comp.1; τὰ ἀποίητα, opp. τὰ πεποημένα, Phld.Po.1081; ἀποίητος ὑπόθεσις = not used as material for poetry, ibid.; τὸ ἀποίητον = simplicity, naivety, naiveté, Aristid.Or.31(11).4. Adv. ἀποιήτως = unelaborated D.H.Dem.39.
III of land, unsuitable, εἴς τι Gp. 10.75.12.
Spanish (DGE)
ἀποίητος, ἀποίητον
• Alolema(s): ἀπόητος, -ον Phld.Po.C.h.22
I 1no hecho, no realizado ἔργων τέλος Pi.O.2.16, ἀποίητα πάμπολλ' ἐστὶν ἡμῖν Men.Fr.100.4
•de Dios no creado ἀποίητος ὃς πάντα ἐποίησεν PK 2, cf. Orac.Sib.Fr.7, Epiph.Const.Haer.76.29.
2 sencillo, no elaborado ἁπλοῦν ... καὶ ἀποίητον τὸ πάθος Demetr.Eloc.28
•del vino no hecho, no fermentado suficientemente, Stud.Pal.20.144.9, cf. PLugd.Bat.17.10.10
•βοὸς ἀποιήτου εὐρεθέντος habiéndose encontrado una vaca aún no crecida, PLond.965.3 (III d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἀποίητον = sencillez τὸ ἀποίητον παιδός Aristid.Or.31.4, del estilo πεποίηται γὰρ αὐτῷ τοῦτο τὸ ἀ. D.H.Lys.8, cf. Phld.Po.C.n.9, en sent. peyor. plu. τὰ ἀ. simplezas Phld.Po.C.m.11.
3 no poético λόγος D.H.Comp.6.11, τὸ μηχάνημα Sch.Bek.Il.2.73, ἀ. ὑπόθεσις Phld.Po.C.e.1.27, διανόημα ... ἀ. Phld.Po.C.h.22.
II 1irrealizable εἴ τι ποιεῖ τῶν ἡμῖν ἀποιήτων ... παράλογόν ἐστιν Plu.Cor.38.
2 no hecho para algo, no adecuado c. εἰς y ac. ἡ ... γῆ εἰς τοῦτο ἀ. Gp.10.75.12, εἰς χρίας PPetaus 26.9, para las liturgias PPetaus 93.126, c. dat. ἀ. τῇ πολιτικῇ ἐργασίᾳ Vit.Aesop.G 2.
III adv. ἀποιήτως = espontáneamente, sin elaboración κατεσκευάσθαι de un estilo, D.H.Dem.39, ἀ. ποιεῖ (ὁ Θεός) Iust.Phil.Qu.Chr.M.6.1433C, cf. 1436A.
German (Pape)
[Seite 304] 1) ungethan, πολλὰ ἔτι ἀποίητα Menand. bei Ath. IV, 172 d; ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Pind. Ol. 2, 16, vereiteln; was man nicht thun kann, Plut. Coriol. 38. – 2) nicht künstlich gemacht, καὶ ἀτεχνίτευτος D. Hal. iud. de Lys. 8; auch = ungeschickt, unpoetisch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non fait, inachevé;
2 impraticable, impossible.
Étymologie: ἀ, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποίητος:
1 незаконченный, незавершенный Pind., Men.;
2 невыполнимый, неосуществимый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποίητος: -ον, ὁ μὴ πεποιημένος, πεπραγμένων… ἀποίητον… θέμεν ἔργων τέλος, Λατ. infectum reddere, Πινδ. Ο. 2. 30· ἀποίητα πάμπολλ’ ἐστὶν ἡμῖν, Μένανδ. ἐν «Δημιουργῷ» 1, 4, τὸ ἀποίητον, ἡ ἁπλότης, ἡ ἀφέλεια, τὸ μὲν γὰρ ἀποίητον παιδός, ἡ δὲ ἀκμὴ νεανίου Ἀριστείδ. 1. 76. 2) ἀποίητον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ πράξῃ τις. οὐδ’ εἴ τι ποιεῖ τῶν ὑμῖν ἀποιήτων... παράλογόν ἐστιν Πλουτ. Κορ. 38. ΙΙ. ὁ προχείρως, ὁ μὴ τεχνικῶς ποιηθείς, ὁ ἄνευ ἐπεξεργασίας, δοκεῖ μὲν γὰρ ἀποίητός τις εἶναι καὶ ἀτεχνίτευτος ὁ τῆς ἁρμονίας αὐτοῦ χαρακτὴρ Διον. ἁλ. περὶ Λυσ. 8: ἰδίως ὁ μὴ ποητικός, ἀποίητος λόγος, ὅ ἐ. πεζὴ λέξις, ὁ αὐτ. περὶ Συνθ. σ. 16: ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 39. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀνεπιτήδειος, ἀκατάλληλος, ἡ γὰρ πυρρὰ γῆ εἰς τοῦτο ἀποίητος, ἐκκαίει γὰρ τὰ στελέχη Γεωπ. 75, 12.
English (Slater)
ᾰποίητος undone τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος (O. 2.16)
Greek Monolingual
ἀποίητος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν έχει ποιηθεί, δεν έχει γίνει
2. (για τον Θεό) εκείνος που δεν έχει δημιουργηθεί από άλλον
μσν.
(για γη, αγρό) ακατάλληλος για κάποια καλλιέργεια
αρχ.
1. όποιος δεν είναι δυνατόν να γίνει
2. ο πρόχειρα φτιαγμένος
3. φρ. α) «ἀποίητος λόγος» — ο μη ποιητικός
6) «ἀποίητος ὑπόθεσις» — θέμα που δεν έχει χρησιμοποιηθεί στην ποίηση
4. το ουδ. ως ουσ. η απλοϊκότητα.
Greek Monotonic
ἀποίητος: -ον, αυτός που δεν έγινε, ακυρωμένος, σε Πίνδ.· αυτός που δεν είναι δυνατόν να γίνει, αδύνατος, απραγματοποίητος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
not done, undone, Pind.: not to be done, impossible, Plut.