ληΐζομαι

Revision as of 07:30, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ep. and Ion., Hes.Op.702, Hdt.4.112; λῄζομαι, X.HG 5.1.1, AP9.410 (Tull. Sab.), etc.: also λεΐζομαι, ib.6.169; Att. impf.
A ἐλῃζόμην Th.1.24, etc.: Ep. fut. ληΐσσομαι Od.23.357: aor. ἐληϊσάμην Hdt.3.47, And.1.101; Ep. ληΐσσατο Il.18.28; Att. ἐλῄσατο E.Tr.866: pf. in pass. sense λέλῃσμαι, v. infr. ΙΙ:—seize, carry off as booty, either men or things, δμῳαὶ ἃς Ἀχιλεὺς ληΐσσατο Il.l.c., cf. Od.1.398, 23.357, Hdt.3.47, 4.110, al.: ἐκ δόμων δάμαρτα… ἐλῄσατο E.l.c.; ἐκ τῆς Ἀττικῆς X.HG5.1.1, etc.: generally, win, acquire, ὄλβον ἀπὸ γλώσσης ληΐσσεται Hes.Op.322; οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληΐζετ' ἄμεινον τῆς ἀγαθῆς ib.702, cf. Semon.6.
2 plunder, despoil, esp. by raids or forays, ἀλλήλους Th.1.5, cf. 3.85, 5.115, And.1.101, etc.; τὴν Κολχίδα X.An.4.8.23; τὴν θάλατταν D.S.11.88, Jul.Or.7.210a: metaph., λ. τὴν τῶν ζῴων φύσιν Pl.Epin.976a.
3 abs., plunder, SIG38B 20 (Teos, v B.C.), Hdt.4.112, Lys.20.24 (prob.), etc.
II Act. ληΐζω occurs in several Mss. of Th.3.85, and all Mss. of Id.4.41:—so in Pass., to be carried off, ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη E.Med.256; γυναικὸς… οὐ βίᾳ λελῃσμένης Id.Tr.373; ληϊσθεῖσα A.R. 4.400; οὔ τί που λελῄσμεθ' ἐξ ἄντρων λέχος; I have not surely had my wife carried off... E.Hel.475; ληϊζόμενος robbed, Luc.Gall.14.

German (Pape)

[Seite 38] dep. med., aor. ἐληίσω, And. 1, 101, erbeuten, für sich als Beute wegführen, δμωαὶ ἃς Ἀχιλεὺς ληΐσσατο, Il. 18, 28; Od. 1, 398 u. öfter, wie Hes., der es auch in allgemeiner Bdtg, an sich bringen, gebraucht, ἀπὸ γλώσσης ὄλβον ληΐσσεται, O. 320, vgl. 700; sp. D., wie in Prosa, Her. θώρηκα ἐληΐσαντο, 3, 47 u. öfter, auch absolut, θηρεύοντες καὶ ληϊζόμενοι, 4, 112; σχολὴ τοῖς πολεμίοις ληΐζεσθαι, Xen. An. 5, 1, 9, ἐκ τῆς Ἀττικῆς, Hell. 5, 1, 1; ἀλλήλους, Thuc. 1, 5. 115; τὴν Κολχίδα, plündern, Xen. An. 4, 8, 22; Τυῤῥηνῶν ληϊζομένων τὴν θάλατταν, D. Sic. 11, 88. – Zsgz. λῄζομαι, ὃς ἐκ δόμων ἐμῶν δάμαρτα – ἐλῄσατο, Eur. Troad. 866; ἑκούσης κοὐ βίᾳ λελῃσμένης, ib. 373, öfter; auch in der Anth. Der aor. pass. bei Ap. Rh. 4, 400. – Adj. verb. s. unten. S. auch λεΐζομαι. – Das act. ληΐ. ζω hat Zon.; auch findet es sich als v.l. des med. bei Thuc. 3, 85. 4, 41.

French (Bailly abrégé)

Pass. seul. prés., ao. ἐληΐσθην, et pf. λέλῃσμαι ; Moy. ληΐζομαι ou λῄζομαι, impf. ἐληϊζόμην ou ἐλῃζόμην, f. ληΐσομαι, ao. ἐληϊσάμην ou ἐλῃσάμην;
I. dép. 1 prendre ou emmener comme butin, acc.;
2 p. ext. piller, ravager, rançonner, acc.;
II. Pass. être emmené comme butin.
Étymologie: ληΐη ; cf. λῄζομαι.

Greek Monotonic

ληΐζομαι: Αττ. λῄζομαι, Αττ. παρατ. ἐλῃζόμην, μέλ. ληΐσομαι, Επικ. ληΐσομαι· αόρ. ἐληΐσάμην, Αττ. γʹ ενικ. ἐλῄσατο, Επικ. ληΐσσατο· παρακ. με Παθ. σημασία λέλῃσμαι· αποθ. (ληΐς
I. 1. λαμβάνω ως λάφυρο, κομίζω ως λεία, σε Όμηρ., Ηρόδ.· γενικά, λαμβάνω δια της βίας, κερδίζω, αποκτώ, σε Ησίοδ.
2. λεηλατώ, ληστεύω, αρπάζω, ιδίως με επιδρομές, ἀλλήλους, σε Θουκ., Ξεν.
3. απόλ., λεηλατώ, σε Ηρόδ.
II. παρακ. λέλῃσμαι, με Παθ. σημασία, έχω γίνει αντικείμενο αρπαγής, με λαμβάνουν ως λεία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ληΐζομαι: стяж. λῄζομαι, Anth. λεΐζομαι (impf. ἐληϊζόμην и ἐλῃζόμην, fut. ληΐσ(σ)ομαι, aor. ἐληϊσάμην - эп. ληϊσσάμην и ἐλῃσάμην; pass.: praes. ληΐζομαι, aor. ἐληΐσθην, pf. λέλῃσμαι)
1 брать как добычу, брать в плен (δμωάς Hom.);
2 захватывать, похищать (ὄλβον Hes.; θώρηχα Her.; ἐκ δόμων δάμαρτα Eur.);
3 грабить, опустошать (τὴν Κολχίδα Xen.): λ. τὴν θάλατταν Diod. грабить морские суда, пиратствовать.