ἀπαιθριάζω

Revision as of 07:35, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "theilen" to "teilen")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A expose to the air, air, Hp.Morb.3.17:—Pass., Herod. Med. ap. Orib.5.30.33.
2 ἀ. τὰς νεφέλας clear away the clouds, Ar. Av.1502.
3 intr., clear up, grow fine, of weather, Lib.Or.11.215: metaph., M.Ant.2.4.

Spanish (DGE)

1 airear, exponer al sereno un medicamento, Hp.Morb.3.17, agua, Herod.Med. en Orib.5.30.33.
2 despejar τὰς νεφέλας Ar.Au.1502
abs. del tiempo aclarar Lib.Or.11.215
fig. en aor. tem. serenarse M.Ant.2.4.

German (Pape)

[Seite 275] 1) der freien Luft aussetzen, abkühlen, Hippocr. – 2) aufklären, νεφέλας, die Wolken zerteilen, Ar. Av. 1502, Gegensatz συννεφέω; übertr., M. Antonin. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

1 tr. rendre serein;
2 intr. être limpide.
Étymologie: ἀπό, αἴθριος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιθριάζω: прояснять: ἀ. τὰς νεφέλας Arph. рассеивать тучи.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιθριάζω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ἀδιάνδου δραχμίδα ἐμβαλὼν ἀπαιθριάσας δίδου Ἱππ. 497. 15. 2) ἀπ. τὰς νεφέλας ἀπομακρύνω, ἀποδιώκω τὰ νέφη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502. 3) ἀμετάβ. ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως «ἀνοίγω» γίνομαι αἴθριος, ἀνέφελος, ὥστε ὁπότε ἀπαιθριάσειεν, ὥσπερ ἐκ μακροῦ πλοῦ σεσωσμένοι περιβάλλονται ἀλλήλοις Λιβάν. Ι. 343: - μεταφ. Μ. Ἀντων. 2, 4.

Greek Monolingual

ἀπαιθριάζω (Α)
1. εκθέτω στον αέρα, αερίζω
2. φρ. (για τον Δία) «ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας» — απομακρύνει, διώχνει τα σύννεφα
3. (αμτβ. -απρόσ.) γίνεται αιθρία, ξαστεριάζει.

Greek Monotonic

ἀπαιθριάζω: μέλ. -σω (αἰθρία), απομακρύνω τα σύννεφα από τον ουρανό, καθαρίζω τον ουρανό από τα σύννεφα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

αἰθρία
to clear away clouds from the sky, Ar.