ἀργύρεος
English (LSJ)
[ῠ], ἀργυρέα, ἀργύρεον, contr. ἀργῠροῦς, ἀργυρᾶ, ἀργυροῦν:
A of silver, of the bow of Apollo, Il.1.49, cf. Pi.O.9.32; κρήτηρ Il.23.741, Od.4.615, cf.A.Fr. 184; τάλαρον Od.4.125; λάρναξ Il.18.412; ἀσάμινθοι Od.4.128, etc.; γένος Hes.Op.144, etc.; ἀ. πλοῦτος Pl.Lg.801d.
2 silver-plated, κλῖναι Hdt.9.82.
II as substantive, ἀργυροῦς, ὁ, silver coin, LXX Za. 11.12, al., SIG731.20 (Tomi, i B. C.), Hero *Mens.60.1,al.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. ἀργυρέη Il.18.413, Hp.Mul.1.57, AP 11.313 (Lucil.); contr. ἀργυροῦς, ἀργυρᾶ, ἀργυροῦν A.Fr.184, LXX Za.11.12
• Grafía: graf. ἀργύραιος SEG 32.1601.28 (Axum IV/V d.C.)
• Prosodia: [ῠ-]
• Morfología: [-ος, -ον IOlb.79.16 (I/II d.C.), IGR 3.800.20 (Silio)]
I 1de plata, βιός Il.1.49, τόξον Pi.O.9.32, Call.Dian.119, κρητήρ Il.23.741, Od.4.615, 15.115, φιάλαι Pi.N.9.51, cf. Fr.166.4, A.Fr.l.c., Th.6.32, 46, Plu.2.175e, 201b, λάρναξ Il.18.413, τάλαρος Od.4.125, cf. Pi.O.6.40, Nonn.D.3.87, ἐπιοφυρίοι Il.3.331, κώπη Il.1.219, ἀσάμινθοι Od.4.128, κλίναι, τράπεζαι Hdt.9.82, cf. IGR l.c., ἐπὶ τεσσάρων ἵππων ἀργυρῶν por cuatro caballos de plata, e.d. por cuatro monedas de plata E.Fr.675.3, δακτυλείδιον PWash.Univ.30.8 (III d.C.), εὐλάκα Th.5.16, κῶνος ID 1432Ab.1.28 (II a.C.), κνημίς Nonn.D.15.127, δίσκος Philostr.VS 590, (ἀνδριάς) SEG l.c., de una Nike βάσις IOlb.l.c., θυίσκια PLond.1007.3 (VI d.C.)
•ἀργύρεα μέταλλα minas de plata Hdt.3.57
•fig. en el mito de las edades γένος Hes.Op.128, de la riqueza πλοῦτος Pl.Lg.801b
•en prov. λιμὸς ἀ. de la comida escasa servida en espléndidas vajillas AP l.c., cf. 11.371 (Pall.), pero ἀργυρέα λιμός· ἀργυρίου σπάνις Hsch.
•ἀργύρεαι λόγχαι mercenarios Hsch.
2 plateado, argénteo δίναι Hes.Th.791, D.P.497, ποταμοί Opp.H.1.23, ῥέεθρα Nonn.D.11.39, cf. ἀργύρεον· λαμπρὸν καὶ καθαρόν Hsch.
3 ἀ. ἄνθος óxido de plomo Hp.l.c.
4 v. Ἀργυροῦν.
II subst. ὁ ἀργυροῦς moneda de plata ζημιοῦν ἑκάστης ἡμέρας ἀργυροῖς δέκα SIG 731.20 (Olbia I a.C.), equiv. al siclo LXX Za.l.c., equiv. a 60 assaria Hero Mens.60.1, cf. Epiph.Const.Mens.M.43.285A.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
zusammengezogen ἀργυροῦς, ἀργυρᾶ, ἀργυροῦν, silbern, aus Silber gearbeitet, überall, von Hom. an, der nur die unkontrah. Form gebraucht; versilbert, Her. 9.82; – ὁ ἀργυροῦς, eine byzant. Silbermünze = 1 Mine.
Russian (Dvoretsky)
ἀργύρεος: стяж. ἀργυροῦς 3
1 серебряный, посеребренный или отделанный серебром (βιός, κρητήρ Hom.; τόξον Pind.; κλῖναι Her.): ἀργύρεον γένος Hes. серебряный век;
2 состоящий из серебра (πλοῦτος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργύρεος: -α, -ον, συνηρ. ἀργῠροῦς, ᾶ, οῦν: ἐξ ἀργύρου, «ἀσημένιος», λάμπων ὡς ἄργυρος, Λατ. argenteus, Ὅμ. περὶ τοῦ τόξου τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Α. 49· περὶ πολυτελῶν κρατήρων, Ψ. 740, Ὀδ. Δ. 615· ἐπὶ καλαθίσκων χρησίμων διὰ τὰ ἐργόχειρα τῶν δεσποινῶν. Φυλὰ δ’ ἀργύρεον τάλαρον φέρε Δ. 125, πρβλ. Ἰλ. Σ. 412· ἐπὶ λουτήρων, ὃς Μενελάῳ δῶκε δύ’ ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 143, Πινδ. Ο. 9. 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 184, κτλ· ἀργυροῦς πλοῦτος Πλάτ. Νόμ. 801D. 2) ἐπάργυρος, κλῖναι Ἡρόδ. 9. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀργυροῦς, ὁ, ἀργυροῦν νόμισμα, Ἐπιφάν. καὶ Ἥρων. παρὰ Gronov. Pec. Vet. σ. 91. 435.
English (Autenrieth)
(ἄργυρος): (of) silver, silver-mounted; κρητήρ, Il. 23.741; τελαμων, Il. 11.38.
English (Slater)
ἀργῠρεος of silver ἁ δὲ ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν (O. 6.40) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος (O. 9.32) ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ (N. 9.51) ἐξ ἀργυρέων κεράτων fr. 166. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287.
English (Strong)
English (Thayer)
οὖς, ἀργυρεα ἀργυρεα, ἀργυρεον ἀργυροῦν, of silver; in the contracted form in WH brackets); Homer down.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀργύρεος: -α, -ον, συνηρ. ἀργῠροῦς, -ᾶ, -οῦν (ἄργῠρος), ασημένιος, αυτός που έχει φτιαχτεί από ασήμι, Λατ. argentus, σε Όμηρ. κ.λπ.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:¢rgÚreoj 阿而句雷哦士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:銀
字義溯源:銀做的,銀的,銀;源自(ἄργυρος)=銀);而 (ἄργυρος)出自(ἀργός)X*=發光)
出現次數:總共(3);徒(1);提後(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 銀的(2) 提後2:20; 啓9:20;
2) 銀(1) 徒19:24
Léxico de magia
-ον contr. ἀργυροῦς , -ᾶ, -οῦν argénteo, hecho de plata de láminas u hojas en las que se graban nombres o signos mágicos, gener. como amuleto εἰς λεπίδα ἀργυρᾶν αὐτὸ τὸ ὄνομα γραμμάτων ρʹ ἐπίγραψον χαλκῷ γραφείῳ en una lámina de plata graba con un estilo de bronce el nombre de cien letras P IV 258 P III 410 λαβὼν λάμναν ἀργυρᾶν γράφε χαλκῷ γραφίῳ τὴν ὑποκειμένην σφραγῖδα toma una lámina de plata y graba con un estilo de bronce el sello siguiente P XXXVI 38 ἐπιγραφόμενον (φυλακτήριον) ἐπὶ χρυσέου πετάλου ἢ ἀργυρέου ἢ κασσιτερίνου ἢ εἰς ἱερατικὸν χάρτην amuleto que se graba en una hoja de oro, de plata, de estaño o en un rollo de papiro hierático P VII 581 P III 297 λαβὼν λάμναν χρυσᾶν ἤ ἀργυρᾶν χάραξον ἐπ' αὐτῆς τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰ ὀνόματα toma una lámina de oro o de plata y graba sobre ella los signos y los nombres P X 26 P XIII 1001 P XXXVI 278 φυλακτήριον εἰς πέταλον ἀργυροῦν amuleto en una hoja de plata P IV 2705 ἐν δὲ τῷ ἀργυρῷ (πετάλῳ γράφεται) τὰ ζʹ πρὸς τὸ φυλακτήριον en la hoja de plata se escriben las siete (vocales) para el amuleto P XIII 899 P XIII 904
Translations
of silver
Arabic: فِضِّيّ, لُجَيْن; Armenian: արծաթե, արծաթյա; Belarusian: сярэбраны; Bulgarian: сребърен; Chinese Mandarin: 銀的/银的; Czech: stříbrný; Dutch: zilveren; Esperanto: arĝenta; Estonian: hõbedane; Finnish: hopeinen; French: en argent; Georgian: ვერცხლის; German: silbern; Gothic: 𐍃𐌹𐌻𐌿𐌱𐍂𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: ασημένιος, αργυρός; Ancient Greek: ἀργύρειος, ἀργύρεος, ἀργυρικός, ἀργυρόεις, ἀργυρόεν, ἀργυρόεσσα, ἀργυροῦν, ἀργυροῦς, ἀσήμινος; Hindi: चाँदी; Hungarian: ezüst; Italian: argenteo; Low German: sülvern; Macedonian: сребрен; Persian: نقرهای, سیمین; Polish: srebrny; Portuguese: de prata; Romani: rupuno; Russian: серебряный; Serbo-Croatian Cyrillic: сребрен, сребрн; Roman: srebren, srebrn; Slovak: strieborný; Slovene: srebrn; Spanish: de plata; Telugu: వెండి; Tocharian B: ñikañce; Turkish: gümüş; Ukrainian: срі́бний; Volapük: largentik; Võro: hõbõhõnõ