πράσσω

Revision as of 19:20, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

English (LSJ)

Ep. and Ion. πρήσσω, Att. πράττω (first in IG12.7.11, al., Ar. and X.), Cret. πράδδω Leg.Gort.1.35: fut. πράξω, Ion. πρήξω: aor. ἔπραξα, Ion. ἔπρηξα: pf. πέπραχα, Ion. πέπρηχα, (trans.) Hdt.5.106, X.HG5.2.32, Cyr.3.1.15, Din.3.21, Men.619, IG9(2).517.36 (Larissa, iii B. C.), PHib.1.80.11 (iii B. C.), (intr.) Pl.Com.187 codd., Arist.Rh.Al.1440a36: plpf. ἐπεπράχει (ν) (trans.) X. l.c., (intr.) App. BC5.83: pf. 2 πέπρᾱγα, Ion. πέπρηγα, (intr.) Pi.P.2.73, Hdt.2.172, Ar.Pl.629, Ra.302, X.HG1.4.2, (trans.) Arist.EN1168b35, al., SIG 364.70 (Ephesus, iii B. C.): plpf. ἐπεπράγεσαν (intr.) Th.2.4,7.24:— pf. πέπραγα Att., πέπραχα Hellenistic, acc. to Moer.p.293 P., Phryn. PSp.103 B., but see above:—Med., fut.

   A πράξομαι Antipho Fr.67, X. HG6.2.36 (also in pass. sense, Pi.P.4.243 (prob.), Pl.R.452a): aor. ἐπραξαμην S.OT287, Th.4.65, etc.:—Pass., fut. (v.supr.), also πραχθήσομαι Aeschin.3.98, Arist.Rh.1359a11, etc.; fut. 3 πεπράξομαι S.OC 861, Ar.Av.847, Eup.9.3 D.: aor. ἐπράχθην S.Tr.679, Th.4.54, etc.: pf. πέπραγμαι A.Pr.75, etc. (sts. in med. sense, v. infr. vi). [ᾱ by nature, as is shown by the Ion. form πρήσσω, and by the accent in πρᾶγμα, πρᾶξις, etc.]    I in Ep. only, pass through, pass over, δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν Od.9.491; ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον Il.14.282, 23.501; ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον Od.13.83; ὁδὸν πρήσσουσιν ὁδῖται h.Merc.203: c. gen., ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο Il.24.264, Od.15.219; ὄφρα πρ. ὁδοῖο ib.47; ἵνα πρήσσῃσιν ὁδοῖο 3.476: Gramm. note that this sense is found only in pres., An.Ox.1.355, EM688.1.    II experience certain for- tunes, fare well or ill, ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε Hdt.3.26, cf.4.77, Th.7.24; so ὡς ἔπρηξε Hdt.7.18; κατὰ νόον π. Id.4.97, cf. Ar.Eq.549; πράξασαν ὡς ἔπραξεν A.Ag.1288; εὖ πέπραγεν, ὅτι . . Pi.P.2.73, cf. Hdt.1.24,42, etc.; φλαύρως π. τῷ στόλῳ Id.6.94; π. καλῶς A.Pr.979; χαλεπώτατα π. Th.8.95; ταπεινῶς π. Isoc.5.64; ὅστις καλῶς πράττει, οὐχὶ καὶ εὖ πράττει; Pl.Alc.1.116b; π. εὐτυχῶς S.Ant.701; κάλλιστα E.Heracl. 794; μακαρίως, εὐδαιμόνως, Ar.Pl.629, 802: freq. with neut. Pron. or Adj., εὖ π. τι S.OT1006, cf. OC391; μηδὲν εὖ π. X.Mem.1.6.8; χρηστόν τι π. Ar.Pl.341; καλά Th.6.16; χείρω Id.7.71; μεγάλα E.IA 346; πάντ' ἀγαθά Ar.Ra.302, cf. Eq.683 (lyr.); εὐδαίμονα E.El.1359 (anap.); πολλὰ καὶ ἀγαθά X.An.6.4.8; οἷον ἥθελεν S.OC1704 (lyr.); πράξας ἅπερ ηὔχου E.Or.355 (anap.), cf.X.Mem.3.9.14.    III achieve, effect, accomplish, οὔ τι Il.1.562, 11.552, Od.2.191, etc.; οὐδέ τι ἔργον ἐνθάδ' ἔτι πρήξει 19.324, cf. 16.88; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις Hes.Op.402; κλέος ἔπραξεν won it, Pi.I.5(4).8; ἔπραξε δεσμόν achieved bondage, i.e. brought it on himself, Id.P.2.40; τινὰ Νηρεΐδων π. ἄκοιτιν Id.N.5.36; ὕμνον π. grant power of song, ib.9.3; λεόντεσσι π. φόνον do slaughter upon them, ib.3.46; τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν π. Hdt.5.113; π. εἰρήνην, φιλίαν, bring it about, D.3.7, 18.162; π. τι παρά τινος get something from... ὧν δέονται πάντων πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως X.HG1.4.2; ἐλπὶς πράξειν τι παρὰ τῶν θεῶν ἀγαθόν Isoc.2.20; also, attempt, plot, δήμου κατάλυσιν And.3.6: c. dat. pers., δαίμοσιν π. φίλα A.Pr.660; Αοξίᾳ χάριν E. Ion37, cf. 896 (lyr.), El.1133, etc.; σὺ τοῦτο πράξεις ὥστε . .; A.Eu. 896:—Pass., πέπρακται τοὖργον Id.Pr.75; φεῦ φεῦ πέπρακται E.Hipp. 680; τὰ πεπραγμένα Pi.O.2.15, etc.; ἡ ἐπὶ τοῖς πεπρ. ἀδοξία D. 1.11; τὰ πεπρ. λῦσαι Id.24.76; τὰ πραχθέντα A.Pr.683, etc.; τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων the facts of what took place, Th.1.22; οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη Pl.Prt.324b.    2 abs., effect an object, be successful, δὸς Τηλέμαχον πρήξαντα νέεσθαι Od.3.60; ἔπρηξας καὶ ἔπειτα Il.18.357.    3 of sexual intercourse, ἐπράχθη τὰ μέγιστα Theoc.2.143.    4 to be busy with, σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πρᾶσσ' mind your own business, S.El.678; πράττων ἔκαστος τὸ αὑτοῦ Pl. Phdr.247a, cf. Plt.307e; τὰ αὑτοῦ π. καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν Id.R. 433a, cf. 400e, etc. (whereas πολλὰ π. = πολυπραγμονεῖν, Hdt.5.33, E.HF266, Ar.Ra.228, etc.); φιλοσόφου τὰ αὑτοῦ πράξαντος καὶ οὐ πολυπραγμονήσαντος Pl.Grg.526c, cf. Ap.33a, etc.; οὐδ' εὖ . . οἰκοῦνται αἱ πόλεις, ὅταν τὰ αὑτῶν ἕκαστοι πράττωσι (ironical) Id.Alc.1.127b; μὴ τὰ αὑτῶν π. not to act their part, Id.R.452c; π. τὰ δέοντα X.Mem. 3.8.1.    5 manage affairs, do business, act, εἰπεῖν τε καὶ πρᾶξαι ib.2.9.4, cf. 2.8.6; πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ τῆς πόλεως, manage state-affairs, take part in government, Pl.Ap.31d, Lys.16.20; τὰ Ἀθηναίων Pl.Smp.216a; οἱ τὰ κοινὰ π. καὶ πολιτευόμενοι Arist.Pol.1324b1: abs., without any addition, ἱκανωτάτω λέγειν τε καὶ πράττειν, of able statesmen, X.Mem.1.2.15, cf. 4.2.1,4; πολιτεύεσθαι καὶ π. D.18.45, cf. 59, Pl.Prt.317a.    6 generally, transact, negotiate, manage, οἱ πράξαντες πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως Th. 4.114; Θηβαίοις τὰ πράγματα π. manage matters for their interest, D.19.77:—so in Pass., τῷ Ἱπποκράτει τὰ . . πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν . . ἐπράσσετο matters were negotiated with him by... Th.4.76: but freq. abs., treat, negotiate, manage, act, οἱ πράσσοντες αὐτῷ ib.110, cf. 5.76; π. πρός τινα Id.2.5, 4.73, etc.; ἐς (v.l. πρὸς) τοὺς βαρβάρους, ἐς τοὺς Εἵλωτας, Id.1.131, 132:—Pass., ἐπράττετο οὐ πρὸς τοὺς ἄλλους Aeschin.3.64; also π. τι ὑπὲρ τῶν κοινῶν D.26.2; π. ὑπὲρ τῆς πόλεως τὰ πάτρια Id.59.73; π. περὶ εἰρήνης X.HG6.3.3; π. τῇ δύναιτο ἄριστα Hdt.5.30; π. ὡς ἄριστα καὶ πιστότατα Th.1.129; οἱ πράσσοντες the traitors, Id.4.89, 113:—folld. by dependent clauses, πρᾶσσε καὶ τὰ ἐμὰ καὶ τὰ σὰ ὅπῃ κάλλιστα ἕξει Id.1.129; ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν, ὅπῃ ὠφελία τις γενήσεται ib.65; π. ὅπως πόλεμος γένηται ib.57; π. ὅπως τιμωρήσονται ib.56, cf. 3.4,70, etc.: c. acc. et inf., μὴ δεῦρο πλεῖν τὴν ναῦν ἔπραττεν D.32.22.    b esp. of secret practices and intrigues, εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' ἐνθένδ' unless some bribery was being practised, S.OT125; καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις προδοσίας πέρι Th.4.121, cf. 5.83; μετάστασις ἐπράττετο Lys.30.10; τούτοις ἔπρασσον τὴν πόλιν Plb.4.17.12; νῦν δ' αὔτ' Ἀτρεῖδαι φωτὶ παντουργῷ φρένας ἔπραξαν have jobbed them (the arms) away to a villain, S.Aj.446.    IV practise, πόνῳ π. θεοδμάτους ἀρετάς Pi. I.6(5).11; δίκαια ἢ ἄδικα Pl.Ap.28b, etc.; ταῦτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν X.Cyr.5.1.1; ἃ καὶ λέγειν ὀκνοῦμεν οἱ πεπραχότες Men.619: then abs., act, π. ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν Pi.N.1.26; ὡς πράττοντες as doing, Pl.R.527a; μεθ' ἡμῶν ἔπραττεν, i. e. he took our side, Is.5.14.    2 study, δράματα Suid. s.v. Ἀριστοφάνης; συλλογισμούς Arr.Epict.2.17.27; ἐν τοῖς πραττομένοις in the poems which are now studied, made the subject of commentaries, Sch.Nic. Th.11.    V c. dupl. acc. pers. et rei, πράττειν τινά τι do something to one, E.Hel.1394, Isoc.12.93; ἀγαθόν τι π. τὴν πόλιν Ar. Ec.108.    VI exact payment from one, αὐτοὺς ἑκατὸν τάλαντα ἔπρηξαν Hdt.3.58; πράσσει με τόκον he makes me pay interest, Batr.185; π. τινὰ χρέος Pi.O.3.7, cf. P.9.104; ὅσοι πράξεις πεπράγασιν SIG364.70 (Ephesus, iii B. C.); τοὐφειλόμενον π. Δίκη A.Ch. 311 (anap.); ἀντίποινα Id.Pers.476: freq. of tax-gatherers or other collectors of public debt, IG12.116.16, al., Pl.Lg.774d; π. τὰς εἰσφοράς D.22.77, etc.; φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων obtained or demanded from... Hdt.1.106: c. acc. pers., press for payment, μὴ π. τοὺς ὀφειλέτας Plb.38.11.10; π. τινά τι ὑπέρ τινος demand from one as the price for a thing, Luc.Vit.Auct.18: metaph., φόνον π. exact punishment or vengeance for a murder: hence, avenge, punish, A.Eu.624; τὰ περὶ τὸν φόνον ἀγριωτέρως π. Pl.Lg.867d:—Pass., ὑπὸ βασιλέως πεπραγμένος φόρους called on to pay up the tribute, Th.8.5; πραχθεὶς ὑπὸτῶνδε Lys.9.21 codd., cf. Pl.Lg.921c:—Med., exact for oneself, πράξασθαί τινα μισθόν Pi.O.10(11).30; ἀργύριον, χρήματα, Hdt.2.126, Th.4.65, cf. Ar.Ra.561, etc.; τὴν διπλασίαν π. τὸν ὑποφεύγοντα Pl.Lg.762b, cf. Plb.5.54.11; π. τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν D.20.32; πράσσεσθαι χρέος Antipho Fr.67; φόρους πράσσεσθαι ἀπό, ἐκ τῶν πόλεων, Th.8.5, 37; παρ' αὐτῶν ἃ ὤφειλον Lys.17.3, cf. And.2.11: metaph. of exacting punishment, etc., μεγάλ' ἀντ' ὀλίγων ἐπράξαο Call.Lav.Pall.91:—Pass. pf. and plpf. in med. sense, εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην if I had exacted from him the full amount, D.29.2.    VII c. acc. pers., πράττειν τινά deal with, finish off, euphem., ἔπρασσε δ' ᾇπέρ νιν, ὧδε θάπτει A.Ch.440 (lyr.); πεπραγμένοι is f.l.ib.132.

German (Pape)

[Seite 695] ep. u. ion. πρήσσω, att. πράττω, die Tragg. immer πράσσω, vgl. Herm. Soph. Phil. 1435, fut. πράξω, ion. πρήξω u. s. w., perf. πέπραχα, z. B. Ar. Equ. 683. Xen. Cyr. 5, 5, 14, und intrans. πέπραγα, welches bei den ältern Schriftstellern auch trans. ist (ὅτι Λακεδαιμόνιοι πάντων ὧν δέονται πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως, Xen. Hell. 1, 4, 2, sie hätten ausgerichtet), u. deshalb von den Atticisten für die eigentlich attische, πέπραχα für die hellenistische Form erklärt wird; – 1) thun, handeln, Geschäfte machen; οὐδέ τι ἔργον ἐνθάδ' ἔτι πρήξει, er soll hier weiter Nichts zu schaffen haben, Od. 19, 324; gew. ausrichten, erlangen, οὔτι πρήσσει, er richtet Nichts aus, gewinnt Nichts, Il. 11, 552. 17, 661; ἔπρηξας καὶ ἔπειτα , du hast doch endlich deinen Zweck erreicht, 18, 357; πρῆξαι δ' ἔμπης οὔτι δυνήσεαι, du wirst doch Nichts ausrichten können, 1, 362; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, Hes. O. 404; bes. κέλευθον, einen Weg vollenden, zurücklegen, Il. 14, 282. 23, 501 Od. 13, 83, ὁδόν, h. Merc. 203, ἅλα, das Meer zurücklegen, es durchfahren, Od. 9, 491 (wo schon Rhianus πλήσσοντες lesen wollte), auch c. gen., ὁδοῖο, einen Weg vollenden. Il. 24, 264 cm. 3, 476. 15, 47. 219. Einige alte Erkl. nahmen in dieser Vrbdg, in der das Wort nur bei Epikern im praes. vorkommt, ein eigenes Wort πρήσσω an, welches sie von περάω, περάσω ableiten wollten, vgl. E. M. 688, 1 Schol. Il. 16, 282 Eust. zu Od. 15, 219. Doch ist der gen. auch ohne diese Annahme zu erklären und findet sich bei den Verbis, die eine Bewegung ausdrücken, auch sonst. Vgl. übrigens Buttm. Lexil. II p. 197, der, die Ableitung von περάω beibehaltend, die Bdtg »zu Ende, zu Stande bringen« als di, ursprüngliche anerkennt. – Pind. vrbdt πράσσει ἀρετἀς herrlich, Thaten ausführen, I. 5. 11; λεόντεσσιν ἔπρασσεν φόνον, N. 3, 46; auch κλέος ἔπραξεν, bewirkte, erlangte, I. 4, 8; ὕμνον πράσσετε, N. 9, 3; ἄκοιτιν, eine Gattinn erlangen, N. 5, 36; auch pass., τῶν πεπραγμένων ἐν δίκᾳ, Ol. 2, 15; ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον, Aesch. Prom. 455; τί χρὴ δρῶντ' ἢ λέγοντα δαίμοσιν πράσσειν φίλα, 663; πρᾶσσε τἀπεσταλμένα, Ch. 768; κλύεις τὰ πραχθέντα, Prom. 686, u. öfter; auch mit folgdm ὥςτε, σὺ τοῦτο πράξεις, ὥςτε με σθένειν τόσον, Eum. 856 (auffallend mit dem accus. der Person, tödten, Aesch. Ch. 434; daher πεπραγμένοι, 130, es ist um sie geschehen, sie sind verloren); ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς, Soph. Phil. 88; ὧν ἐπαινεῖς εἰς δέον πάρεσθ' ὅδε Κρέων τὸ πράσσειν, O. R. 1417; τὰ κηρυχθέντα, Ant. 443, u. sonst; σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πράσσε, El. 668, besorge deine Geschäfte, womit man vgl. τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα, Ant. 68; öfter im Ggstz von λέγειν u. ä.; τὰ μὴ καλὰ πράσσειν, Eur. Hec. 1251, u. öfter; τὸ ἔργον τοῦτ' ἐμοὶ πεπράξεται, Heracl. 980; πράττειν πολλά, Ar. Pax 1023; u. in Prosa: τί πολλὰ πρήσσεις, Her. 5, 33; bes. betreiben, bewerkstelligen, ὅςπερ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε, 5, 114; κατάλυσιν τοῦ δήμου, Andoc. 3, 6, εἰρήνην, φιλίαν, Dem. 3, 7. 18, 162; u. übh. von eigenen, bes. Handelsgeschäften, wie sie der Großhändler od. Seefahrer treibt, wie von Staatsgeschäften, τὰ Ἀθηναίων πράττω, Plat. Conv. 216 a; κατὰ νόμους, gesetzmäßig verfahren, Polit. 301 b; ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν δυνάμενοι, die Etwas durchsetzen können, Prot. 317 a, vgl. ὅσοι δι' ἀρετὴν ἔπραξαν ὧν ἐδέοντο, Phaedr. 232 d; τὰ πολιτικὰ πράττειν, Apol. 31 d; πράττων ἕκαστος τὸ αὑτοῦ, Phaedr. 247 a; u. oft im pass., οἱ τῷ θυμῷ πραχθέντες φόνοι, die im Zorn verübten Morde, Legg. IX, 867 b; ἱκανὸς πράττειν, ein geschickter Staatsmann, Xen. Mem. 1, 2, 15. 4, 2, 1; aber auch ein geschickter Geschäftsführer, Anwalt, 2, 9, 4; vgl. ἀνὴρ τὰ μεγάλα πράττειν ἱκανός, An. 2, 6, 16; Folgde; τὰ πεπραγμένα λῦσαι, Dem. 24, 76. – Es wird auch mit dem dat. der Person vrbdn, πράττειν τινί τι, Etwas für Einen bewirken, thun, Soph. Ai. 441, der sonst sagt οὐδὲν εἰς χάριν πράσσων, O. R. 1351; dah. Thuc. οἱ τοῖς Λακεδαιμονίοις πράσσοντες, die für die Lacedämonier thätig sind, es mit ihnen halten, 5, 76 (vgl. Θηβαίοις τὰ πράγματα πράττει Dem. 19, 77, u. ganz kurz ἔπραττε Φιλίππῳ, 9, 59); auch πρὸς τοὺς βαρβάρους, 1, 131, womit man vgl. ἐς τοὺς Εἵλωτας πράσσειν τι αὐτόν, 1, 132, daß er mit den Heloten unterhandeln, od. für die Heloten Etwas thun wolle, wie etwa 1, 65 ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν ὅπη ὠφελία τις γενήσεται gesagt ist, u. 4, 121 καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις ταύτας προδοσίας πέρι. Auch μεθ' ἡμῶν ἔπραττεν, Isae. 5, 14; οὐδὲν πράττειν δυνάμενος, Nichts ausrichten könnend, Pol. 32, 25, 10, οὐ τὰ πρὸς διαλύσεις πράττειν, ἀλλὰ πρὸς τὸν πόλεμον, 5, 29, 4. Es nimmt bei ihm noch, wie πρᾶξις, die Nebenbdtg von listig verrathen an, z. B. πράττειν τινὶ τὴν πόλιν, 4, 16, 11. 13, 4, 6. – 2) intrans., sich befinden, in einem gewissen Zustande sein, so und so ablaufen, mit adv., εὖ πέπραγεν, Pind. P. 2, 73; τοὺς κακῶς πράσσοντας, eigtl. die schlechte Geschäfte machen. denen es schlecht geht, die Unglücklichen, Aesch. Prom. 625, u. öfter; εἰ πράσσοις καλῶς, ib. 981; πόλις εὖ πράσσουσα, Spt. 77, u. öfter; πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης; wir sagen: was macht Xerxes? Pers. 140, u. mit accus. neutr. eines adj., δυστυχῆ πράσσειν, Spt. 321, ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην, Ag. 1418, was wir durch »leiden« übersetzen müssen; ἔπραξεν οἷον ἤθελεν, Soph. O. C. 1702, es ging ihm nach Wunsch; u. oft εὖ πράσσειν, auch εὐτυχῶς, Ant. 697, καλῶς Trach. 57, und im Ggstz κακῶς, wie auch Eur. oft; ἐμοῦ πράσσοντος ὡς πράσσω τανῦν, Or. 659; χρηστόν τι, glücklich sein, Ar. Plut. 341; μακαρίως, εὐδαιμόνως, ib. 629. 809; ἀθλίως, Eccl. 1221; u. in Prosa: πρήσσειν ᾑ δύναιτο ἄριστα, Her. 5, 30; Μαρδόνιον φλαύρως πρήσσοντα τῷ στόλῳ, 6, 94; οὐδὲν ἄμεινον φάμενος πρήσσειν οἰκεῦντες Λιβύην, es gehe ihnen nicht besser, 4, 157; ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε, hatte solchen Erfolg, lief so ab, 3, 25; ὡς ἔπρηξε, wie es ihm erging, 7, 18; vgl. Thuc. 7, 24; ἐξαμαρτεῖν τι καὶ κακῶς πρᾶξαι vrbdt Antiph. 2, 6; vgl. Plat. ὅστις καλῶς πράττει οὐχὶ καὶ εὖ πράττει, Alc. I, 116 b, wer recht handelt, dem geht es gut; ὅτι ἐπιστημόνως ἂν πράττοντες εὖ ἂν πράττοιμεν καὶ εὐδαιμονοῖμεν, Charm. 173 d; er abdt auch ὅτι ἂν τύχωσι τοῦτο πράξουσι, sie werden in der Lage sein, die ihnen gerade zu Theil wird, Crit. 45 d. – Es werden auch nähere Bestimmungen hinzugesetzt, καλῶς τῇ τέχνῃ πράττειν, Plat. Rep. I, 346 d, οἱ τὰ γεωργικά, ἰατρικά, πολιτικὰ εὖ πράττοντες, Xen. Mem. 3, 9, 15, die als Landmann, Arzt, Staatsmann ihre Geschäfte gut betreiben, glücklich sind, vgl. 1, 6, 8, wo dem εὖ πράττειν das καλῶς προχωρεῖν αὐτοῖς τὴν γεωργίαν entspricht (s. auch εὐπραξία); 2, 4, 6 stehen den εὖ πράττοντες die σφαλλόμενοι entgegen. – Auch adj. werden so in Prosa gebraucht (dichterische Beisp. s. oben), χείρω πράσσειν, Thuc. 7, 71; μεγάλα πράττειν, Xen. Cyr. 8, 4, 6; ἄριστα, 1, 6, 13, wie Isocr. 4, 103, ἀγαθόν, Xen. Cyr. 5, 1, 20; vgl. An. 6, 3, 8, ἀκούοντες καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παρὰ Κύρῳ πολλὰ καὶ ἀγαθὰ πράττειν, eigtl. viele gute Geschäfte machen, viel erwerben, daß es ihnen sehr gut gehe; u. Sp., ταπεινά, D. Hal. 10, 14. Ueberall ist hier das Glück od. Unglück als in Vrbdg mit den Handlungen der Menschen stehend zu denken. und erscheint als selbstverschuldet, während εὐτυχεῖν u. δυστυχεῖν vom Schicksale od. Ungefähr abhängt, vgl. z. B. Xen. Mem. 3, 9, 14. – 3) πράττειν τινά τι, Einem Etwas anthun, zufügen, wie ποιεῖν, doch viel seltner (Isocr. 12, 92 lies't Bekk. ἃ περὶ Πλαταιᾶς ἔπραξαν) Gew. πράττειν τινὰ ἀργύριον, Geld von Einem eintreiben, einfordern, πράσσει με τόκον, er treibt Zinsen von mir ein, Batrach. 186, χρέος, Pind. Ol. 3, 7, vgl. P. 9, 104, Her. 3, 58, der aber auch φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων vrbdt, 1, 106; einzeln auch bei Folgdn. wie Plat. Legg. VI, 774, d Xen. An. 7, 6, 17. – Häufiger im med. für sich eintreiben, einfordern, Αὐγέαν μισθόν, Pind. Ol. 11, 30; Her. 2, 126. 5, 84, τοὐφειλόμενον, Aesch. Ch. 309; ἀντίποινα, Pers. 468; auch τὸν πατρὸς φόνον, rächen, Eum. 594; Ar. Thesm. 843; häufig auch mit dem gehässigen Nebenbegriffe gewaltsamer, unrechtmäßiger Mittel: erpressen, Geld von Einem, in att. Prosa sehr häufig, Εὐρυμέδοντα χρήματα ἐπράξαντο, Thuc. 4, 65, der auch φόρους πράσσεσθαι ἐκ τῶν πόλεων vrbdt, 8, 37, ἀπὸ τῶν πόλεων, 8, 5; u. pass., Τισσαφέρνης ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους ὑπὸ βασιλέως, es wurde dem Tissaphernes gerade vom König der Tribut abgefordert, 8, 5; ἀξίως τοῦ μισθοῦ ὃν πράττομαι, Plat. Prot. 328 b, u. öfter; auch von. der verwirkten Buße, τὴν διπλασίαν πραττέσθω τὸν ὑποφεύγοντα, Legg. VI, 762 b; neben αἰτεῖν, Apol. 31 c; auch pass., ὃς ἂν μισθοὺς μὴ ἀποδιδῷ, διπλοῦν πραττέσθω, von dem soll das Doppelte eingezogen werden, Legg. XI, 921 c, πραχθεὶς ὑπὸ τῶνδε, Lys. 9, 21; – πράττεται τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν, Dem. Lpt. 32; πράξασθαι πλέον, sich mehr geben lassen, Andoc. 2, 9, auch παρ' αὐτῶν, ἃ ὤφειλον, πράξασθαι, Lys. 17, 3, u. sonst bei den Rednern; μὴ πράττειν τοὺς ὀφειλέτας, Pol. 38, 3, 10; ἑκατὸν τάλαντα ἐπιτίμιον αὐτοὺς πραξάμενος τῆς ἀγνοίας, 5, 45. 11; τὰ πραττόμενα, das Eingeforderte, der Tribut, 1, 72, 2.