εὔθικτος

Revision as of 06:38, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὔθικτον, (θιγεῖν) touching the point, clever, quick, εὔ. τὴν διάνοιαν Arist.HA 616b22; εὔ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις quick in repartee, Ath. 13.583f; εὔθικτος νοῦς, γνώμη, προσβολή, Ph. 1.54, 240, 286; witty, Plb. 18.4.4, AP6.322 (Leon.): f.l. for εὔεικτος, Heraclit.All.51 codd. Adv. εὐθίκτως LXX 2 Ma. 15.38, Hdn.4.7.2.

German (Pape)

[Seite 1069] 11 leicht zu berühren, adv., Sp.; Hesych. erkl. εὐψηλαφήτως. – 2) gut berührend, treffend, bes. vom Witz, witzig, καὶ εὖ πεφυκὼς πρὸς τὸ διαχλευάζειν τοὺς ἀνθρώπους Pol. 17, 4, 4; vgl. Ath. XIII, 577 d; εὐεπία Leon. Al. 18 (VI, 322); Rhett. – Übh. geschickt, gewandt, τὴν διάνοιαν εὔθ., erfinderisches Sinnes, Arist. H. A. 9, 17; πρὸς τὰς ἀποκρίσεις, gewandt in treffenden Antworten, Ath. XIII, 523 d; auch adv., εὐθίκτως ἀποκρίνασθαι Hdn. 4, 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui touche juste, qui porte coup;
2 prompt ou adroit à la riposte, d'esprit fin et vif.
Étymologie: εὖ, θιγγάνω.

Russian (Dvoretsky)

εὔθικτος: (тж. εὔ. τὴν διάνοιαν Arst.) меткий, находчивый, остроумный (πρός τι Polyb.; εὐεπία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔθικτος: -ον, (θιγεῖν) ἐγγίζων καλῶς, ἐπιτυχῶς, εὐθυβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ Φίλων 1. 286. 38. 2) εὐφυής, ὀξύς, εὔθ. τὴν διάνοιαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· εὔθ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις ὀξέως ἀποκρινόμενος, Ἀθήν 583D· εὐφυής, ἀγχίνους, Πολύβ. 17. 4, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 302. - Ἐπίρρ. -τως Ἡρῳδιαν. 4. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθικτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων
μσν.
εύκολα αντιληπτός
αρχ.
1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.)
2. ο ευφυής, ο έξυπνος (α. «τὴν δὲ διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων», Αριστοτ.
β. «εὔθικτοι πρὸς τὰς ἀπαντήσεις» — ικανοί στο να δίνουν εύστροφες απαντήσεις, Αθήν.)
3. πνευματώδηςεὔθικτος νοῦς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θικτος (< θιγγάνω «αγγίζω»), πρβλ. άθικτος, απρόσ-θικτος].

Greek Monotonic

εὔθικτος: -ον (θιγεῖν), αυτός που πετυχαίνει το κεντρικό σημείο, εύστοχος, ευφυής, έξυπνος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-θικτος, ον θιγεῖν
touching the point, clever, Anth.