ὀχεία

Revision as of 07:42, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, (ὀχεύω)
A a mounting, covering or impregnating, of the male animal, X.Eq.5.8, PCair.Zen.225.4 (iii B. C.); ὀχείαν δέχεσθαι, ὀχείαν προσίεσθαι, ὀχείαν ὑπομένειν, of the female, Arist. GA748a21, al.; ὀχείαν ποιεῖσθαι, of the two, Id.HA540a2; περὶ τὰς ὀχείας in the breeding season, Thphr. Od.61.
2 fertilization of plants, PRyl.172.21 (iii A. D., written ὠχ-).
II (ὀχέω) ὀχεία ποντία = holder of the ship, i.e. anchor, Trag.Adesp.251 (ap. Hsch., cf. ὀχεῖον II. 2).

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Tieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ κύων ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von ὀχέω abgeleitet, nach Hesych. ποντία ὀχεία, Schiffshalter, Umschreibung für Anker.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de saillir.
Étymologie: ὀχεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχεία: ἡ (о животных) покрывание, случка, оплодотворение Xen., Arst. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχεία: ἡ, (ὀχεύω) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ συνουσία ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. ὀχεία ποντία (ὀχέω), ἡ κατέχουσα τὸ πλοῖον ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ὀχεία) οχεύω
(για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα
αρχ.
1. (για φυτά) γονιμοποίηση.
(II)
ὀχεία, ἡ (Α) οχώ
(ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η άγκυρα.

Greek Monotonic

ὀχεία: ἠ (ὀχεύω), συνουσία ή γονιμοποίηση, λέγεται για αρσενικό ζώο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀχεία, ἡ, ὀχεύω
a covering or impregnating, of the male animal, Xen.