ταχύμηνις
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, swift to anger, AP9.524.20.
German (Pape)
[Seite 1076] εως, ὁ, ἡ, schnell oder leicht zürnend, jähzornig, Dionysos, Hymn. (IX, 524, 20).
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
promptement irritable, soupe-au-lait.
Étymologie: ταχύς, μῆνις.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύμηνις: εως adj. быстро впадающий в гнев, вспыльчивый (Διόνυσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύμηνις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ταχέως ὀργιζόμενος, ὀξύθυμος, Ἀνθ. Π. 9. 524, 20.
Greek Monolingual
-ήνεως, ὁ, ἡ, Α
οξύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μηνις (< μῆνις, -ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ-μηνις].
Greek Monotonic
τᾰχύμηνις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που οργίζεται γρήγορα, που εξάπτεται εύκολα, οξύθυμος, σε Ανθ.
Middle Liddell
Translations
choleric
Bulgarian: раздразнителен, сприхав; Catalan: colèric; Dutch: cholerisch, kwaad; Finnish: koleerinen, raivoisa; Galician: colérico; Greek: χολερικός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος; Ancient Greek: ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός; Hungarian: kolerikus, lobbanékony, hirtelen haragú, ingerlékeny; Italian: collerico; Latin irascibilis; Maori: whanewhane; Portuguese: colérico; Spanish: colérico; Swedish: kolerisk; Ukrainian: холерик