ὑπερηφανέω
English (LSJ)
used by Hom. once in part., much
A like ὑπερηνορέων, overweening, arrogant, ὑπερηφανέοντες Ἐπειοί Il.11.694: hence later writers formed the Verb, to be arrogant, ἐπί τινας LXX Ne.9.10, cf. Hp.Ep.17, Plb.6.10.8, Phld.Vit. p.11 J., al., J.BJ3.1.1, etc.
II later writers also used it in a trans. sense, treat disdainfully, c. acc., D.S.23.15, J.AJ6.3.4, al., X.Eph.1.16, POxy. 1676.16 (iii A. D.), etc.: c. gen., Them.Or.21.249b, prob. in Luc.Nigr.31: c. acc. et inf., scorn that... Longus 4.19.
2 ὑ. ἑαυτούς extol themselves, Plb.5.33.8.
German (Pape)
[Seite 1196] sich über Andere erheben, über sie hervorscheinen, sich auszeichnen, gew. im schlechten Sinne, übermütig, hochmütig sein, sich brüsten; ὑπερηφανέοντες Ἐπειοί, Il. 11, 694; u. in späterer Prosa; absolut, Pol. 6, 10, 8; ἑαυτόν, 5, 33, 8; – trans., übermütig behandeln, verachten, τινά, Sp.; τί, Luc. Nigr. 31; vgl. Schäf. Long. p. 420.
French (Bailly abrégé)
ὑπερηφανῶ :
1 intr. être fier, être orgueilleux, être dédaigneux;
2 tr. être méprisant pour, traiter avec dédain, acc..
Étymologie: ὑπερήφανος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερηφᾰνέω:
1 быть надменным, заносчивым Hom., Polyb.: ὑ. ἑαυτόν Polyb. зазнаваться, быть высокомерным;
2 пренебрегать, презирать (τι Diod., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερηφᾰνέω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ἐν τῇ μετοχῇ, σχεδὸν ὡς τὸ ὑπερηνορέω, ὑπερήφανος, ἀλαζονικός, ὑπερηφανέοντες Ἐπειοὶ Ἰλ. Λ. 694· πρβλ. ὑπερήφανος· - ἐντεῦθεν μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἐσχημάτισαν τὸ ῥῆμα ὑπερηφανέω, εἶμαι ὑπερήφανος, φέρομαι ὑπερηφάνως, τῆς βασιλείας κωλυομένης ὑπερηφανεῖν διὰ τὸν ἀπὸ τοῦ δήμου φόβον Πολύβ. 6. 10, 8, Ἰώσηπος, κλπ. ΙΙ. μεταγενέστ. συγγραφεῖς ὡσαύτως ἐχρῶντο τῷ τύπῳ τούτῳ καὶ ἐπὶ μεταβατ. σημασίας, μεταχειρίζομαί τινα ὑπερηφάνως, ὑπεροπτικῶς, μετ’ αἰτιατ., Διοδ. Ἐκλογ. 504. 53, Λουκ. Νιγρ. 31, κλπ.· μετὰ γεν., Θεμίστ. 249Β· - μετ’ ἀπαρεμφ., περιφρονῶ, ἀποφεύγω νὰ πράξω τι, Schäf. εἰς Λόγγον. σ. 419· - οὕτω καὶ ὑπερηφανεύω, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 69, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ.· καὶ ὑπερηφανεύομαι, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 11. 55. 2) ὑπερηφανέω ἐμαυτόν, ἐξαίρω ἐμαυτόν, ἐπαίρομαι, Πολύβ. 5. 33, 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 397.
Greek Monotonic
ὑπερηφᾰνέω: χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο ως μτχ., σχεδόν ομοίως προς το ὑπερηνορέων,
I. υπερφίαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, υπερόπτης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μτβ., μεταχειρίζομαι κάποιον υπεροπτικά, περιφρονητικά, σε Λουκ.
Middle Liddell
used by Hom. only in part. [from ὑπερήφᾰνος]
I. much like ὑπερηνορέων overweening, arrogant, Il.
II. trans. to treat disdainfully, Luc.