ἐξεύρεσις

Revision as of 18:12, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A searching out, search, Hdt.1.67.
2 finding out, invention, ib.94.
3 discovery, τοῦ ὄντος Pl.Min.315a.

German (Pape)

[Seite 880] ἡ, das Ausfinden, die Erfindung; Her. 1, 67; Plat. Min. 315 a.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: ἐξευρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεύρεσις: εως ἡ
1 нахождение, обнаружение (τοῦ ὄντος Plat.): ἀπέχειν τῆς ἐξευρέσιος Her. не быть в состоянии найти;
2 изобретение (τῶν κύβων καὶ τῶν ἀστραγάλων Her.).

Greek Monolingual

η (AM ἐξεύρεσις) εξευρίσκω
επινόηση, ανακάλυψηεξεύρεση λύσης»)
νεοελλ.
η εξοικονόμηση, ο προσπορισμός μετά από αναζήτησηεξεύρεση λύσης»)
αρχ.
1. αναζήτηση
2. εφεύρεση.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεύρεσις: -εως, ἡ ἀναζήτησις, ἔρευνα, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος Ἡρόδ. 1. 67. 2) ἐφεύρεσις, ὁ αὐτὸς 1. 94. 3) τὸ ἀναζητεῖν καὶ ἐξευρίσκειν τι, ὁ νόμος ἄρα βούλεται τοῦ ὄντος εἶναι ἐξεύρεσις Πλάτ. Μίνως 315Α.

Greek Monotonic

ἐξεύρεσις: -εως, ἡ,
1. αναζήτηση, έρευνα, σε Ηρόδ.
2. εύρεση, εφεύρεση, στο ίδ.

Middle Liddell

ἐξεύρεσις, εως
1. a searching out, search, Hdt.
2. a finding out, invention, Hdt. [from ἐξευρίσκω