μένω

Revision as of 19:45, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

English (LSJ)

Ep. inf.

   A μενέμεν Il.5.486; Arc. pres. part. μίνονσαι Schwyzer 657.49 (Tegea, iv B.C.); Ep., Ion. impf. μένεσκον Il.19.42, Hdt.4.42: Ep., Ion. fut. μενέω Il.19.308, Hdt.4.119; Att. μενῶ Ar.Ach.564, etc.: aor. ἔμεινα Il.15.656, etc.: pf. μεμένηκα D.18.321; cf. μίμνω:—stay, wait:    I stand fast, in battle, οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν Il.16.659; μενέω καὶ τλήσομαι 11.317; φεύγειν μηδὲ μένειν Orac. ap.Hdt.1.55, cf. X.Cyr.3.3.45, S.OT295; ἐμπέδως μ. A.Ag.854; ἀραρότως Id.Supp.945; μ. κατὰ χώραν, of soldiers, Th.4.26.    2 stay at home, stay where one is, Il.16.838; ἔντοσθε μένοντες Hes.Th. 598; μ. αὐτοῦ Hdt.8.62; οἴκοι A.Fr.317; εἴσω δόμων Id.Th.232; κατ' οἶκον E.IA656; ἐν δόμοις Pi.N.3.43, S.Aj.80; ἔνδον Amphis 1.3.    b lodge, stay, παρὰ ματρί Pi.P.4.186; πρὸς τοὺς γονέας Hp. Ep.13; ἐκεῖ Plb.30.4.10 codd. (fort. οἴκοι), cf. Alciphr.3.5.    c μ. ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο stay away, be absent from... Il.2.292; ἀπὸ πτολέμοιο 18.64: and so abs., to be a shirker, ἴση μοῖρα μένοντι καὶ εἰ μάλα τις πολεμίζοι 9.318.    d οἱ μένοντες, opp. οἱ φεύγοντες (exiles), IG12.10.27.    3 stay, tarry, ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.17.570; μενέουσι, εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν Il.9.45; loiter, be idle, 11.666, A.Pers. 796; οἱ μένοντες X.An.4.4.19, etc.    4 of things, to be lasting, remain, stand, στήλη μένει ἔμπεδον Il.17.434; ἀσφαλὲς αἰὲν . . μένει οὐρανός Pi.N.6.4; τάδ' αἰανῶς μένοι A.Eu.672; αἰῶνα δ' ἐς τρίτον μένει Id.Th.744 (lyr.); opp. φέρεσθαι, Pl.Phdr.261d; εἰ μηδὲν μένει if nothing is fixed, Id.Cra.440a; τὴν μεμενηκυῖαν κρίσιν Phld.Sto.339.15; οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) having no proper motion, opp. οἱ πλάνητες, Arist.Cael.290a21; μένων κύκλος Autol.12, al., Ptol.Hyp.1.3; μένουσιν ἀριστοκρατίαι are stable, permanent, Arist.Pol.1308a3.    b μ. παρά τινι remain in one's possession, CPR18.37 (ii A.D.), etc.    5 of condition, remain as one was, of a maiden, Il.19.263; τῶν βεβαίως μοι φίλων μενόντων Ps.-Philipp. ap. D.12.11; τὸ νόμισμα βούλεται μένειν Arist.EN1133b14: generally, stand, hold good, ἢν μείνωσιν ὅρκοι E.Andr.1000; μένειν τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην Hdt.4.201; εἰ τὰ πρότερον μένει ἡμῖν ὁμολογήματα Pl.Grg.480b; μ. τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ Arist.EN1167b7; of circumstances, οὐ μενεῖν κατὰ χώραν τὰ πράγματα Th.4.76; οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μ., of prosperity, Hdt.1.5; μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι S.Ant.169; μ. ἐπὶ τούτων [ἃ κατέστραπται] remain contented with... D.4.9; μ. ἐπὶ τούτοις Isoc.8.7; ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μ. be content with... Pl.R.466c, cf. 496b; μ. ἐλεύθερον Men. 145; of wine, keep good, Plb.12.2.8.    6 abide by an opinion, conviction, etc., ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ Pl.Prt.356e; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lex ap.D.21.94; ὁ μένων the party which observes an engagement, PTeb.391.24 (i A.D.).    7 impers. c. inf., it remains for one to do, μένει . . ἐκτίνειν θέμιν A.Supp.435 (lyr.); τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει E.Fr.733.    II trans., of persons, await, expect (cf. μίμνω), ἡμέρας μεῖναι φάος Id.Rh.66; τοὺς Ἰλλυριούς Th.4.124, cf. 8.78; esp. await an attack without blenching, Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδὲ φέβοντο Il.5.527, cf. A.Th.436; of a rock, bide the storm, Il.15.620; ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ E.Ph.740: reversely of things, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει awaits him, A.Ch.103; ἐπίξηνον μένει (sc. με) Id.Ag.1277; ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελειμμένους Id.Fr.37; δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν Act.Ap.20.23.    2 c. acc. et inf., wait for, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wait ye for the Trojans to come nigh? Il.4.247; οὐ μενῶ πόσιν μολεῖν E.Andr.255; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν they waited for evening's coming on, Od.1.422, etc.; οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Pi.P.3.16; τί μένεις . . ἰέναι; why wait to go? Thgn.351; μένω δ' ἀκοῦσαι I wait, i.e. long, to hear, A.Eu.677, cf. Ag.459 (lyr.). (Cf. OPers. man- 'wait', Lat. maneo.)

German (Pape)

[Seite 133] fut. μενῶ, ep. μενέω, aor. ἔμεινα, perf. μεμένηκα, μένεσκον, Her. 4, 42 (vgl. auch μάμνω), maneo, – 1) bleiben; – a) Stand halten, in der Schlacht, im Kampf, im Ggstz von fliehen; οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλ' ἐφόβηθεν πάντες, Il. 16, 659, vgl. 8, 79. 19, 310; im Ggstz von φεύγειν, Xen. Cyr. 2, 1, 9; ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω, Il. 24, 658; oft mit τλῆναι verbunden, δύντα δ' ἐς ἠέλιον μενέω καὶ τλήσομαι ἔμπης, 19, 308; δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν, Soph. Phil. 1256. – b) übh. bleiben, an der Stelle, wo man ist; αὖθι μένω μετὰ τοῖσι – ἠὲ θέω μετὰ σ' αὖτις, Il. 10, 62; ἐν δήμῳ, 9, 634; οἴκοι u. ä. oft; ἔντοσθε, Hes. Th. 598; παρὰ ματρί, Pind. P. 5, 186; ἐν δόμοις, N. 3, 41; σὸν δ' αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων, Aesch. Spt. 214; übertr., μένει τὸ θεῖον δουλίᾳ περ ἐν φρενί, Ag. 1054; vgl. Soph. οὐ γάρ ποτε μένει νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν ἀλλ' ἐξίσταται, Ant. 559; μενῶν δόμοις, O. R. 1291; auch ἐμοὶ μὲν ἀρκεῖ τοῦτον εἰς δόμους μένειν, Ai. 80; μένε ἐπὶ στρωτοῦ λέχους, Eur. Or. 313; κατ' οἶκον, I. A. 656; αὐτοῦ, Her. 8, 62; u. sonst in Prosa, ἐν τῷ αὐτῷ τιμήματι, Plat. Legg. V, 744 c, κατὰ χώραν, Tim. 83 a (vgl. unter d), ἐν ταὐτῷ, Euthyd. 288 a; mit Hervorhebung des Gegensatzes der Bewegung, μὴ μένοντες, ἀλλὰ βαδίζοντες, Euthyphr. 15 b; μένοντες ἢ ἀναστρέφοντες, Lach. 191 e; μένοντά τε καὶ φερόμενα, Phaedr. 261 d; auch ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι, ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ, Rep. VI, 494 a V, 466 c; – οἱ μένοντες, die Zurückbleibenden, im Ggstz der Vorrückenden, Xen. An. 4, 4, 19. – Dagegen μένειν ἀπό τινος, von Etwas fern-, wegbleiben, Il. 2, 292. 18, 64. – c) auch mit dem Nebenbegriff der Unthätigkeit, verweilen; Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει, Il. 14, 367, vgl. 9, 318. 11, 666; π οῖ γὰρ μενεῖς ῥᾴθυμος, Soph. El. 946; μένειν ἐπὶ τούτων, dabei sich ruhig verhalten, sich beruhigen, im Ggstz von προσπεριβάλλεσθαι, Dem. 4, 9. – d) von leblosen Dingen, feststehen; ὥςτε στήλη μένει ἔμπεδον, Il. 17, 434; ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός, Pind. N. 6, 4; ὁ νόμος μένει, Eur. I. T. 959; κατὰ χώρην, vom Eide, unverändert bleiben, seine volle Kraft behalten, Her. 4, 201; vgl. Eur. Andr. 1001; Plat. εἴπερ τὰ πρότερον μένει ἡμῖν ὁμολογήματα, Gorg. 480 h; μεινάσης τῆς πολιτείας, Legg. VI, 753 b; αἱ σπονδαὶ μενόντων, Xen. An. 2, 3, 24. – 2) warten, harren; mit folgdm acc. c. inf., ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wartet ihr, daß die Troer herankommen? Il. 4, 247; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, sie warteten, bis der Abend herankomme, Od. 1, 422; μένον εἵματα τερσήμεναι, 6, 98; οὐδ' ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν, bis die Speisen kämen, Pind. P. 3, 16; ähnl. μένω δ' ἀκοῦσαι, zu hören harre ich, Aesch. Eum. 647; δίκης γενέσθαι τῆσδ' ἐπήκοος μένω, 702. – 3) c. acc., – a) den Feind im Kampfe abwarten, den Angriff aushalten, ohne zu weichen, den Feind bestehen, aushalten; ἃς Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδ' ἐφέβοντο, Il. 5, 527; Ἀργεῖοι οὐκ ἐλάθοντο ἀλκῆς, ἀλλ' ἔμενον Τρώων ἐπιόντας ἀρίστους, 13, 836; οὐκ ἂν δὴ μείνειας αὐτόν; könntest du nicht Stand halten gegen ihn? 3, 52; auch σῦς, ὅςτε μένει κολοσυρτὸν ἀνδρῶν, 13, 471, u. ὡς δὲ δράκων ἄνδρα μένῃσι, 22, 93; τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ, Aesch. Spt. 418, vgl. Pers. 239; – b) abwarten, erwarten; von Pferden, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν νοστήσαντα ἄνακτα, Il. 13, 37; μεῖναί τέ με κεῖνον ἄνωγας, Od. 15, 346; ὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Aesch. Spt. 376; auf Einen warten, ihm bevorstehen, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει, Ch. 101, vgl. Eum. 515; οἵαν σε μένει πυθέσθαι παιδὸς δύσφορον ἄταν, Soph. Ai. 628; ἀλλά τοι θεῶν ἀρὰ μενεῖ σ' ἀπιστήσαντα, Tr. 1230; οὐκ οἶδα οἷά νιν μένει παθεῖν, Eur. Troad. 431; ἡμέρας μεῖναι φάος, das Tageslicht abwarten, Rhes. 66; ξίφος μενεῖ σε μᾶλλον ἢ τοὐμὸν λέχος, Mel. 809; τρεῖς ἡμέρας ἐπέσχον τοὺς Ἰλλυρίους μένοντες, Thuc. 4, 124; τοὺς ὁπλίτας, auf die Schwerbewaffneten warten, Xen. An. 4, 4, 20; μενοῦμεν τούτους, ἕως ἂν ἔλθωσιν, Plat. Legg. VIII, 833 c; – Sp. – Adj. verb. μενετέον; Plat. Rep. I, 328 b; Xen. Hell. 3, 2, 9; auch μενητέον, vgl. Lob. zu Phryn. 446.