λανθάνω
English (LSJ)
Pi.Fr.75.13, etc.:—also λήθω (which is the form of the Act. generally used in compds., δια-λανθάνω being the sole exception), Il.23.323, S.OT1325 (lyr.), X.Smp.4.48; Dor. λάθω [ᾱ] S.El. 222 (lyr.); inf.
A λᾱθέμεν Pi.O.1.64: impf. ἐλάνθανον Il.13.721, etc.; ἔληθον Od.19.151, S.El.1359; Ep. λῆθον Il.15.461; Ion. λήθεσκεν 24.13: fut. λήσω Od.11.102, Ar.Ec.98, etc.; Aeol.inf. λᾱσην Alc.Supp.22.8; Dor. λᾱσῶ Theoc.14.9, al., so (in late writers) λήσομαι, v. infr. c. 11: aor. 1 ἔλησα Nic.Al.280 (but Hom. has ἐπ-έλησα, Alc. ἐξ-έλᾱσα, in causal sense): aor. 2 ἔλᾰθον Il.17.676, etc. (for λέλᾰθον, v. infr. B): pf. λέληθα Semon.7.9, Sol.13.27; Aeol.part.λελᾱθων Alc.Supp.26.8: plpf. ἐλελήθειν, Att. -ήθη, Th.8.33, Ar.Eq.822, Nu.380, Luc.Pr.Im. 15; Ion.3sg. ἐλελήθεε Hdt.6.79. B causal ληθάνω, aor. 2 λέλᾰθον, v. infr. B. C Med. and Pass., λανθάνομαι Arist.Po.1455a25 (s.v.l.), λήθομαι Il.11.790, A.Ag.39; Dor. λάθομαι [ᾱ] Pi.O.8.72: Ep. impf. λανθανόμην Od.12.227: fut. λήσομαι 1.308; Dor. λᾱσεῦμαι Theoc.4.39, also λελήσομαι E.Alc.198: aor. 1 ἐλησάμην or λησάμην only in late Ep., Maiist.47, Mosch.3.62 (Dor. λᾱς-), Q.S.3.99, etc.; also ἐλήσθην, Dor. inf. λασθῆμεν Theoc.2.46, cf. διαλανθάνω: aor. 2 ἐλᾰθόμην, Ep. λαθ-, Il.13.835, E.Hipp.289: rare in Prose exc. in compds., Plu.Caes.38; also Ep. redupl. λελάθοντο, etc., v. infr. c: pf. λέλησμαι S.El.342, Pl.Phdr.252a; Ep. λέλασμαι, part. λελασμένος, etc.; cf. ἐπιλήθω. A in most of the act. tenses, escape notice (freq. joined with a neg.):—Constr.: 1 c. acc. pers. only, escape his notice, λάθε δ' Ἕκτορα Il.22.277; οὐδέ σε λήσει 23.326; οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον 15.461, cf. Od.11.102, al.; [τοῦτον] οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός A.Ag. 796 (anap.); οὐ λάθει μ' ὀργά S.El.222 (lyr.), cf. Ph.207 (lyr.); τουτί μ' ἐλελήθειν Ar.Nu.380; εἰ λανθάνει σε perhaps you don't know, Men. Sam.78: impers., λεληθέναι οὐ θαυμάζω τὸ πλῆθος περὶ τούτου it escaped the notice of the people, X.Hier.2.5; σὲ δὲ λέληθεν περὶ τοῦτο ὡς . . Pl. Lg.903c. 2 most freq. with a part. added, in which case we usually translate the part. by a Verb, and express λανθάνω by an Adv., unawares, without being observed; either, a c. acc. pers., ἄλλον τινὰ λήθω μαρνάμενος I am unseen by others while fighting, i.e. 1 fight unseen by them, Il.13.273; πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων Od.8.93, cf. 12.17, 220, 19.88, al., Pi.O.1.64, 6.36, Hdt.8.25: freq. in Trag. and Att., μὴ λάθῃ με προσπεσών lest he come on unseen by me, S.Ph.46, cf. 156 (lyr.); ὅπως μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ νῆες . . ἀφορμηθεῖσαι should put to sea without their observing them, Th.8.10; or, b without an acc., φονέα ἐλάνθανε βόσκων he maintained the murderer unawares, Hdt.1.44; λέληθας ἐχθρὸς ὤν S.OT415; δουλεύων λέληθας Ar.V. 517; συνέβη δὲ ὑπερημέρῳ γενομένῳ λαθεῖν D.21.89: the reflex. Pron. may be supplied and is sts. added, λέληθεν αὑτὸν τοῖς ξυνοῦσιν ὢν βαρύς S.Fr.103; ἕως σαυτὸν λάθοις διαρραγείς Ar.Pax32, cf. Nu.242, X.An.6.3.22: sts., however, a different object must be supplied from the context, βάλλοντες ἐλάνθανον (not ἑαυτούς, but Τρῶας) Il. 13.721; ἐλάνθανε [πάντας] ἔχων Hdt.8.5; μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ [τινὰ ὁ βίος] S.Ph.506; μὴ λάθῃ [ἡμᾶς] φύγδα βάς A.Eu.256 (lyr.), cf. Th. 4.133, etc.—In a few examples this constr. is reversed, and λαθών is put in the part., as in our idiom, ἀπὸ τείχεος ἆλτο λαθών (for ἔλαθεν ἁλόμενος) Il.12.390; ἣ . . λήθουσά μ' ἐξέπινες S.Ant.532. 3 rarely c. acc. et inf., μή σε λαθέτω ὑπερτιθέμεν let it not escape thee to . . , i.e. forget not to . . , Pi.P.5.23; ἔλαθεν αὐτὸν σύνθημα δοῦναι Plu.Arist. 17; σφᾶς λέληθε Θεόδωρον εἶναι it has been unnoticed that it was . . , Paus.9.41.1. 4 folld. by a relat. clause, οὐδέ με λήθεις, ὅττι θεῶν τίς σ' ἦγε thou escapest me not, it is not unknown to me, that some god led thee, Il.24.563; οὐδέ ἑ λήθει, ὅππως . . 23.323; ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἷα ἐμηχανῶ thou thought'st to escape the gods' notice in . . , Hdt.8.106; οὔκουν με . . οἷα πράττεις λανθάνει Ar.Eq.465; οὐ λανθάνεις με, ὅτι . . X.Mem.3.5.24, cf. Smp.3.6, 13; ὁ γείτων λ. τινὰ οὐ μόνον ὅτι πράττει, ἀλλ' εἰ . . Pl.Tht.174b. 5 abs., escape notice or detection, S.Tr.455, Th.1.37, 69, al.; λάθε βιώσας Epicur.Fr.551; λανθάνει τὸ οὖρον προσπῖπτον Hp.Coac.464. B causal, make one forget a thing, c. gen. rei, in compds. ἐκληθάνω, ἐπι-λήθω; the simple Verb only in Ep. redupl. aor. 2, ὄφρα . . λελάθῃ ὀδυνάων that . . he may cause him to forget his pains, Il.15.60; πόλιν λελάθοιτε συντυχιᾶν Lyr.Adesp.140.9: but II in late Ep., λέλαθον, = ἔλαθον, escaped notice of, ἑὸν νόον, τοκῆας, A.R.2.226, 3.779, cf. Orph.A.876. C Med. and Pass., let a thing escape one, forget, 1 forget simply, in pres. (abs.), σὺ δὲ λήθεαι Il.11.790: c. gen., Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης . . λανθανόμην Od.12.227, cf. Pi.O.8.72; οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν Od.1.308; ἄλγος, οὗ ποτ' οὐ λελήσεται E.Alc.198: mostly in aor. 2, ἀλκῆς λαθέσθαι A.Supp.731; νόστου τε λαθέσθαι Od.9.97; πῶς ἂν . . Ὀδυσῆος . . λαθοίμην; 1.65: also in redupl. aor., οὐδὲ σέθεν . . θεοὶ μάκαρες λελάθοντο Il.4.127; μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω 16.200; οὐ δυνάμην λελαθέσθ' Ἄτης 19.136 (but in Hes.Th.471 like the Act., ὅπως λελάθοιτο τεκοῦσα that she might bear unknown): so in pf., τῶν δὲ λέλασται Il.5.834; ἐμεῖο λελασμένος 23.69; κείνου λελῆσθαι S. El.342, etc.; ἑταίρων πάντων λέλησται Pl.Phdr.252a: with a relat. clause, λελασμένος ὅσσ' ἐπεπόνθει Od.13.92: fut. Med. in pass. sense, once in S., οὐδέ ποτε λησόμενον οἷον ἔφυ κακόν never will be forgotten, El. 1249 (lyr.); cf. ἐπιλανθάνω. 2 forget purposely, pass over, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν either he chose to forget it . . , Il.9.537; μαθοῦσιν αὐδῶ, κοὐ μαθοῦσι λήθομαι A.Ag.39. II in later writers fut. Med. is used like Act., escape notice, ἡμᾶς Arist.APr.66a31, cf. A.R.3.737, Luc.Sacr.14: abs., Alciphr.3.52.
German (Pape)
[Seite 14] (s. λήθω), fut. λήσω, aor. ἔλαθον, λαθεῖν, perf. λέληθα, 1) verborgen sein, sich verborgen halten, unbemerkt bleiben, theils absolut, τὸν δεδρακότ' εἴτε τις εἷς ὢν λέληθεν εἴτε πλειόνων μέτα Soph. O. R. 246; μὴ δόκει λεληθέναι Eur. Rhes. 940; Isocr. 1, 16; λανθάνειν ἐπειρᾶτο, Xen. Cyr. 6, 4, 3; ἔλαθόν τε καὶ ἔφθασαν προκαταλαβόντες, Thuc. 3, 112 u. A. – Häufiger c. accus. der Person, vor der man verborgen bleibt, λάθε δ' Ἕκτορα, Il. 22, 277, οὐδέ με λήσει, 23, 326; οὐδ' ἔλαθε σκοπόν, er blieb dem Späher nicht verborgen, entging ihm nicht, Pind. P. 3, 27; οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός Aesch. Ag. 770; u. in Prosa, Her. 8, 25 u. Folgde; – u. mit ὅτι, σὲ τοῦτο λανθάνει ὅτι, Plat. Parm. 128 c, λέληθέ σε, ὅτι –, Gorg. 508 a; im Ggstz von ὀξέως αἰσθάνεσθαι, Phaedr. 263 c; Xen. Hem. 3, 5, 24; auch περὶ τούτου λέληθε τὸ πλῆθος, Hier. 2, 5, wie περὶ τοῦτο, Plat. Legg. X, 903 c. – Aehnlich ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἰα ἐμηχανῶ, du meintest, es werde den Göttern verborgen bleiben, was für Dinge du unternähmst, Her. 8, 106; vgl. Ar. Equ. 465. – Am gewöhnlichsten tritt ein partic. hinzu, das ausdrückend, was verborgen bleibt, wo man meist λανθάνω mit einem adv. heimlich, unvermerkt, unversehens, u. das partic. durch ein verb. finitum übersetzen kann, μή σε λάθῃσι κεῖσ' ἐξορμήσασα, daß sie nicht dir unbemerkt, ohne daß du es merkst. hervorbreche, Od. 12, 220. 13, 270 u. öser; οὐδ' ἔλαθ' Αἴπυτον κλέπτοισα, Pind. Ol. 6, 36; θεόν τι λαθέμεν ἔρδων 1, 64; μή με λάθῃ προσπεσών, daß er mich nicht unversehens üborsalle, Soph. Phil. 156, wie Eur. Heracl. 338; μὴ κατθανών σε σύγγονος λέληθ' ὅδε Or. 209; u. in Prosa, οὐδ' ἐλάνθανε τοὺς διαβεβηκότας ταῦτα πρήξας Her. 8, 25, es entging ihnen nicht, daß er dies that; Thuc. u. A.; ἔλαθον ἡμᾶς ἀποδράντες Xen. Cyr. 4, 2, 5; auch λανθάνω καὶ ἐμαυτὸν οἰόμενος, mir selbst unbewußt meine ich, Plat. Crat. 393 b; ἐλάνθανον αὑτοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ γενόμενοι, ohne daß sie es merkten, waren ste auf den Hügel gekommen, Xen. An. 6, 3, 22. – Auch ohne accus. so, λελήθασι μανθάνοντες, sie haben unvermerkt gelernt, Xen. Ath. 1, 19, λανθάνομεν ταὐτὰ ποιοῦντες Plat. Theaet. 164 c, wo man ἑαυτούς, ἡμᾶς αὐτούς ergänzen kann; vgl. noch δουλεύων λέληθας, du hast nicht gemerkt, daß du ein Sklave bist, Ar. Vesp. 517; λήσετε διαφθαρέντες, Plat. Gorg. 487 d. – 2) Med. λανθάνομαι, λήσομαι, dor. λασεύμεθα, Theocr. 4, 39 (aber λησόμενος ist pass. Soph. El. 1249), ἐλαθόμην, perf. λέλησμαι, ep. λέλασμαι, auch aor. p. λασθῆμεν, Theocr. 2, 46, vor sich verborgen halten, vergessen, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν, Il. 9, 537; μηδαμῶς λάθῃ, Aesch. Ch. 680. – Gew. c. gen., νόστου τε λαθέσθαι, Od. 9, 97, ἐφημοσύνης, 12, 227; ἀλκῆς, im Ggstz von μνήσασθαι, oft, wie Aesch. Suppl. 712; λελάσμεθα θούριδος ἀλκῆς, Il. 11, 313; auch = versäumen, unterlassen, 9, 537; τῶν πάρος λαθώμεθα Eur. Hel. 1233; u. fut., οὗ ποτ' οὐ λελήσεται, Alc. 198; κείνου λελῆσθαι, Soph. El. 342; μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν λελῆσθαι, Plat. Phaedr. 252 a ff. das in Prosa üblichere ἐπιλανθάνομαι). – Bei Sp. auch = act., ὄφρα τοκῆας λήσομαι ἐντύνουσα ὑπόσχεσιν Ap. Rh. 3, 737; vgl. Arist. poet. 17 analyt. prior. 2, 19; λήσονται εἰς τὴν αὐτὴν ἐγκυλισθέντες ἀπορίαν S. Emp. adv. gramm. 108; ἧκον ἐς τὴν Αἴγυπτον ὡς δὴ ἐνταῦθα λησόμενοι τοὺς πολεμίους, Luc. de sacrit. 14. – 3) der aor. λέλαθον hat Il. 15, 60, ὄφρα λελάθῃ ὀδυνάων, factitive Bdtg, die Schmerzen vergessen lassen (vgl. ληθάνω), sonst = ἔλαθον, wie Ap. Rh. 3, 779, πῶς γάρ κεν ἐμοὺς λελάθοιμι τοκῆας φάρμακα μνησαμένη; vgl. Orph. Arg. 874. – Und im med., οὐδὲ σέθεν θεοὶ μάκαρες λελάθοντο, Il. 4, 127, λελαθέσθαι, 19, 136, μήτις μοι ἀπειλάων λελαθέσθω, 16, 200, u. öfter bei sp. D.; auch = act., μῆτιν συμφράσσασθαι ὅπως λελάθοιτο τεκοῦσα παῖδα φίλον Hes. Th. 471.