φορά

Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

Ion. φορή, ἡ: (φέρω):—A. as

   A an act,    I (from Act.) carrying, φορᾶς . . φθόνησις οὐ γενήσεται there shall be no refusal to carry thee, S.Tr.1212; ἐν φορᾷ, i. e. in their arms, Id.Fr.327; θυρώτοιν φορᾶς payment for carrying . ., IG42(1).102.305 (Epid., iv B. C.); ψήφου φ. casting one's vote, E.Supp.484, cf. Pl.Lg.949a; ἡ φ. καθάπερ πεττῶν movement as of the men in draughts, ib.739a.    b gestation, τριετὴς φ. cj. in IG42(1).121.10 (Epid., iv B. C.).    2 bringing in of money, payment, χρημάτων Th.1.96; δασμοῦ, δασμῶν, Pl.Lg. 706b, X.Cyr.8.6.16; αἱ ὑπόλοιποι φοραί the remaining instatments, Lys.Fr.1.4, cf. Ostr.Bodl.iii 280 (i A. D.), al.    b φ. ἐργάτου, = latura, perh. a workman's pay, Gloss. (latura is also glossed φόρετρον, ibid.; also onus, sarcina, ibid.).    c fare, freight, πόση τις ἡ φ.; Eup.271, cf. Ar.Fr.300.    3 bringing forth, productiveness, καρποῦ Thphr.CP3.14.5; opp. ἀφορία, Pl.R.546a, cf. Arist.GA750a23; of animals, Ael.NA17.40; πτηνῶν Gp.1.8.9.    II (from Pass. φέρομαι) being borne or carried along, motion, of the universe and heavenly bodies. ἡ . . θεία τοῦ ὄντος φ. Pl.Cra.421b, cf. Ti.39b, 81a; ἡ σύμπασα οὐρανοῦ ὁδὸς καὶ φ. Id.Lg.897c; ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ ἡλίου Id.Grg.451c; ἄστρων φοραί Id.Smp.188b; χειρῶν φ. Hp.Prog.4; σφαίρας φοραί Pl.Lg.898b; ἡ φ. καὶ κίνησις Id.Cra.434c, Tht.152d; χρόνος . . μέτρον φορᾶς Id.Def.411b; τύχη φ. ἀδήλου εἰς ἄδηλον ibid.; defined by Arist. as = κίνησις κατὰ τόπον, Ph.243a8, cf. GC319b32; κίνησίς ποθέν ποι Id.EN1174a30; γένεσίς ποθέν ποι Id.Cael.311b33; φορᾷ ἰέναι Pl.R.617b; κυκλεῖσθαι . . τὴν αὐτὴν φ. ib.a; μίαν φορὰν κινεῖται Id.Plt.269e; τό τάχος τῆς φ. Epicur.Ep.1p.10U.    2 range, φ. ἀκοντίου Antipho 3.2.5.    3 rapid motion, rush, πινέτω κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον let him drink half a cotyle at a draught, Hp.Int.35; γαστρὸς φοραί Thphr.Fr.10.3.    4 of persons, impulse, ἡ τοῦ πλήθους φ. Plb.10.4.3; ἄλογος φ. Id.30.2.4; ἀκολουθήσομεν ἀλόγως ταῖς τῶν πολλῶν φ. Epicur.Nat.127 G.; πρὸς τὸν νεωτερισμόν Plu.Galb.4; παῖς . . φορᾶς μεστός Id.Them.2; στρατηγὸς μεστὸς φορᾶς Lib.Or.49.19: pl., ib.1.2; also, forceful flow of narrative, Luc.Dem.Enc.7.    b tendency, line of thought or action, κατὰ τὰς φ. τῶν Στωϊκῶν on Stoic lines, Phld.Rh.2.296 S., cf. Id.Herc.1251.19, Luc.Par.29.    5 φ. πραγμάτων force of circumstances, D.18.271: forceful quality, ἡ τοῦ οἴνου [ὑγρότης] φ. ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν Plu.2.132e; φορᾶς σωματικῆς εἰς ἡμᾶς γιγνομένης, of the influences of the stars, Plot.2.3.2; ἄχρις οὗ φ. γένηται, of a favourable wind, Plu.Mar. 37; favour, τοῦ βασιλέως Philostr.VS2.32.    6 time, occasion, πέντε ἢ ἓξ φορὰς τὸν μῆνα Dsc.Eup.2.2 (interpol.), cf. Tz.H.13.58.    B as a thing, that which is borne, esp.,    1 load, freight, burden, μίαν φ. ἐνεγκεῖν Plu.Ant.68.    2 rent, tribute, X.Cyr. 3.1.34: pl., contributions, D.21.101; φέροντα σωτηρίας φορὰν πλήρη τῇ πατρίδι Id.25.21; of the contribution to an ἔρανος, Antiph.124.9, Hyp.Ath.11; of contributions in kind, οἴνου φορὴ ἐς τὰ ψυκτήρια SIG57.44 (Milet., v B. C.).    3 that which is brought forth, fruit, produce, crop, κατανοήσας ἐλαιῶν φορὰν ἐσομένην a large crop, Arist. Pol.1259a11, cf. HA553a22,b23; σίτου φ. καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν SIG 589.30 (Magn.Mae., ii B. C.); ἡ τοῦ Νείλου φ. τε καὶ αὔξησις CPHerm. 6.4 (iii A. D.): metaph., φορὰ προδοτῶν a large crop of traitors, D.18.61, D.S.16.54; ῥητόρων Aeschin.3.234; φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν a succession of crops, Arist.Rh.1390b25.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, 1) als Handlung, das Tragen, Bringen, Herbeibringen, Darbringen; bes. – a) das Darbringen eines Tributs, Abbezahlen einer Schuld, παρεστήσατο εἰς χαλεπήν τινα φορὰν δασμοῦ Plat. Legg. IV, 706 b; Xen. Cyr. 8, 6,16; φορὰν φέρειν, beim ἔρανος, Dem. 25, 21. – b) das Abgeben des Stimmtäfelchens bei Wahlen u. sonst, ψήφου, Eur. Suppl. 500; Plat. Legg. XII, 948 e. – c) das Hervorbringen, bes. von Feld- und Baumfrüchten, das Früchtetragen, Plat. Rep. VIII, 546 b, Ggstz ἀφορία, u. so Sp. – d) das Heraustragen eines Todten, das Bestatten, Soph. Trach. 1202. – e) (von φέρομαι) das Dahingetragenwerden, jede schnelle Bewegung; Arist. eth. Nic. 10, 4,3 erklärt übh. κίνησις πόθεν ποῖ καὶ ταύτης διαφοραί· πτῆσις, βάδισις, ἅλσις; u. so öfter bei Plat., z. B. ἡ ξύμπασα οὐρανοῦ ὁδὸς καὶ φορά Legg. X, 897 c; καὶ κίνησις Crat. 434 c; Lauf, Schwung, ἀκοντίου Antiph. 3 β 4; dah. übh. Ungestüm, Heftigkeit, Gewalt, πραγμάτων Dem. 18, 271; καὶ βία τοῦ ἀνέμου Pol. 1, 48, 2; τοῦ ῥεύματος 4, 43, 3; τοῦ πλήθους 10, 4,3; auch von den Leidenschaften, s. Jac. Ach. Tat. 761. – 2) als Sache, das Getragene, die Tracht od. Ladung, so Viel man auf ein Mal fortbringen kann, μίαν φορὰν ἐνεγκεῖν Plut. Ant. 68; πινέτω μὴ ἀθρόον πουλύ, ἀλλὰ κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον, auf ein Mal, Hippocr.; – Tribut, Thuc. 1, 96 Xen. Cyr. 3, 1,34; – das Hervorgebrachte, bes. von Früchten, reichlicher Ertrag, φορᾶς τῆς βαλάνου γενομένης φορὰν καὶ τῶν θύννων εἶναι Strab. 3, 2,7 E. – Uebertr. von jeder großen Menge, φορὰ προδοτῶν καὶ δωροδόκων Dem. 18, 61; D. Sic. 16, 54; φαλαγγίων Ael. H. A. 17, 40. – 3) das was fortbewegt, Zug, Plut. Mar. 37. – Nach Poll. 7, 133 bei Ar. auch = κόμιστρον.

Greek (Liddell-Scott)

φορά: ἡ, (φέρω). ― Α. ὡς πρᾶξις, Ι. (ἐκ τοῦ ἐνεργ. φέρω) τὸ φέρειν, φορᾶς... φθόνησις οὐ γενήσεται, οὐδεὶς θὰ ἀρνηθῇ νὰ σὲ φέρῃ, Σοφ. Τραχ. 1212· ἐν φορᾷ, δηλ. ἐν ταῖς ἀγκάλαις αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 303· ψήφου φ., τὸ ψηφοφορεῖν, ψηφοφορία, Εὐρ. Ἱκ. 484, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 948Ε· ἡ φ. καθάπερ πεττῶν, ἡ κίνησις ὡς ἡ τῶν πεττῶν ἐν τῷ παιγνιδίῳ, αὐτόθι 739Α. 2) ἡ κομιδὴ ἢ ἡ καταβολὴ χρημάτων ἢ φόρου, χρημάτων Θουκ. 1. 96· δασμοῦ, δασμῶν Πλάτ. Νόμ. 706Β, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 6, 16· αἱ ὑπόλοιποι φοραὶ Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5, πρβλ. κατωτ. Β. Ι. 2. 3) παραγωγή, πρὸς τὴν τοῦ καρποῦ φοράν, δηλ. τὴν καρποφορίαν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 5, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφορία, Πλάτ. Πολ. 546Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 3. 1, 15· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. περὶ Ζῴων 17. 40, Γεωπον. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ. φέρομαι) τὸ φέρεσθαι, κινεῖσθαι, ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν οὐρανίων σωμάτων, ἡ... θεία τοῦ ὄντος φ. Πλάτ. Κρατ. 421Β, πρβλ. Τίμ. 39Β, 81Α· ἡ... ξύμπασα οὐρανοῦ φ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 897C ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ τοῦ ἡλίου ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 451G, πρβλ. Συμπ. 188Β· ἡ φ. καὶ κίνησις ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 434C, ἐν Θεαιτ. 152D· ὁρίζεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτ. ὡς κίνησις κατὰ τόπον ποῖ, Φυσ. 7. 2, 1, περὶ Οὐραν. 1. 2, 2, π. Γενέσ. κ. Φθορ. 1. 4, 6· ἢ κίνησις πόθεν ποῖ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 3· φορᾷ ἰέναι, κινεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 617Β, Πολιτικ. 269Ε κυκλεῖσθαι... τὴν αὐτὴν φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 617Α. 2) ἡ ἔκτασις ἐντὸς τῆς ὁποίας κινεῖταί τι, ἡ τῶν χειρῶν φ. Ἱππ. Προγν. 38· σφαίρας φοραὶ Πλάτ. Νόμ. 898Β· ἡ φ. ἀκοντίου, ἡ γραμμὴ ἣν διατρέχει τὸ ἀκόντιον, τοῦ παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος Ἀντιφῶντος Τετραλογ. Βϳ, 13, Ἀπολογ. Φόνου Ἀκουσ. 4. 3) ὁρμητικὴ κίνησις, ὁρμή, Λατ. impetus, φ. πραγμάτων, ἡ βία τῶν περιστάσεων, Δημ. 316. 27· ἐπὶ κυμάτων, Φίλων 1. 14· πινέτω κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον, κάθε φοράν, Ἱππ. (;)· πρβλ. φέρω Β. 4) ἐπὶ προσώπων, ὁρμητικὴ κίνησις, ὁρμή, ἡ τοῦ πλήθους φ. Πολύβ. 10. 4, 3, πρβλ. 30. 2, 4· πρὸς τὸν νεωτερισμὸν Πλουτ. Γάλβ. 4· παῖς... φορᾶς μεστὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 2, πρβλ. Wytt. εἰς 2. 132D. Β. ὡς πρᾶγμα, Ι. τὸ φερόμενον. 1) φορτίον. μίαν φ. ἐνεγκεῖν Πλουτ. Ἀντών. 68. 2) εἰσφορά, Ἑλληνοταμίαι..., οἳ ἐδέχοντο τὸν φόρον· οὕτω γὰρ ὠνομάσθη τῶν χρημάτων ἡ φορὰ Θουκ. 1. 96, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 34, Δημ. 547. 17· σωτηρίας φορὰν πλήρη φέροντα τῇ πατρίδι ὁ αὐτ. 776. 10· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2, καὶ πρβλ. εἰσφορά, φόρος· οἱ Ἀθηναῖοι δὲν ἤθελον νὰ μεταχειρίζωνται τὴν λέξιν ἐπὶ τῶν ἰδίων φόρων, οὓς ἐκάλουν συντάξεις· ― προσέτι ἐπὶ εἰσφορᾶς εἰς ἔρανον, φέρομεν γὰρ ἄνθρωποι δέκα ἔρανόν τινα, οὐ φέρει δὲ τούτων τὴν φορὰν οὐδεὶς Ἀντιφάνης ἐν «Κνοιθιδεῖ ἢ Γάστρωνι» 1. 9. 3) τὸ παραγόμενον, καρπός, παραγωγή, ἐσοδεία, Λατ. proventus, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 3. 1. 15· κατανοήσας ἐλαιῶν φορὰν ἐσομένην, μεγάλην παραγωγήν, ἐσοδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 11, 9, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 1., 22. 3 ― μεταφορ., φορὰ προδοτῶν. μέγα πλῆθος, Δημ. 245. 16, Διόδ. 16. 54· ῥητόρων Αἰσχίν. 87. 16· νόμων Πλάτ. Νόμ. 739Α. φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν, διαδοχή, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2. ΙΙ. = κόμιστρον ΙΙ, ἡ ἀμοιβὴ τῆς μετακομίσεως φορτίου, κόμιστρον, πόση τις ἡ φ.; Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 7, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 293.