ἐξωτερικός
English (LSJ)
ή, όν, opp. ἐσωτερικός,
A external, belonging to the outside, τὰ ἐ. the exterior members, such as hands and feet, Arist. GA786a26; ἐ. ἀρχή foreign dominion, Id.Pol.1272b19; ἐ. πράξεις external activities, ib.1325b22; ἐ. ἀγαθά ib.1323b25; οἱ ἐ. persons outside the Pythagorean school, Iamb.VP32.226. II οἱ ἐ. λόγοι popular arguments or treatises, opp. οἱ κατὰ φιλοσοφίαν, Arist.EE 1217b22, Pol.1278b31, Metaph.1076a28, EN1102a26, al.; ταῦτα -κωτέρας σκέψεως Id.Pol.1254a33; ἐ. λόγοι, opp. ἀκροαματικοί or ἐσωτερικοί (q. v.), Gell.20.5.2; ἐ. διάλογοι, opp. τὰ ἠθικά, τὰ φυσικὰ ὑπομνήματα, Plu.2.1115b; cf. ἐσωτερικός.
German (Pape)
[Seite 891] äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, Ggstz von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen, Arist. pol. 3, 6; σκέψις 1, 3; διάλογοι Plut. adv. Col. 14, vgl. Cic. Fin. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξωτερικός: -ή, -όν, (ἔξω) ἀντίθ. τῷ ἐσωτερικός, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ἔξω, ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν μελῶν τοῦ σώματος, τὴν γλῶτταν δεῖ ὑπολαβεῖν ὥσπερ ἓν μόριον τῶν ἐξωτερικῶν εἶναι... οἷον χεῖρα ἢ πόδα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 5. 6, 9· ἐξωτ. ἀρχή, ἀρχὴ ἐν τῷ ἐξωτερικῷ ὁ αὐτὸς Πολιτικ. 2. 10, 16, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ οἰκεῖος, οἷς οὐκ εἰσὶν ἐξωτερικαὶ πράξεις παρὰ τὰς οἰκείας αὐτῶν αὐτόθι 7. 3, 8· ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως, ἰδιαιτέρας πραγματείας, αὐτόθι 1. 5, 4· μακάριος δι’ οὐθὲν τῶν ἐξωτερικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ δι’ αὑτὸν αὐτὸς αὐτόθι 7. 1, 10. ΙΙ. οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι τοῦ Ἀριστ. κατὰ τὸν Γέλλιον (Gellius 20. 5) ἦσαν δημώδεις πραγματεῖαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀκροατικούς, ἀκροαματικοὺς ἢ ἐσωτερικούς, οἵτινες περιελάμβανον τὴν ὑψηλοτέραν αὐτοῦ φιλοσοφίαν, πρβλ. Πλούτ. 2. 1115 (ἔνθα οἱ ἐξωτερικοὶ διάλογοι ἀντιτίθενται πρὸς τὰ ἠθικὰ ὑπομνήματα καὶ τὰ φυσικά), Κλήμ. Ἀλ. 68· ἀλλ’ ὁ Κικέρων Fin. 5. 5, φαίνεται ὅτι ἐθεώρει τὴν διαφορὰν ὡς πρὸς τὸ ὕφος (unum populariter scriptum, alterum limatius). Παρ’ αὐτῷ τῷ Ἀριστ. ὅμως οὐδαμοῦ ἀναφέρονται λόγοι ἀκροατικοὶ ἢ ἐσωτερικοί, καὶ πανταχοῦ ὅπου ἀναφέρονται οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι φαίνονται ὅτι σημαίνουσι δημώδη ἐπιχειρήματα ἢ συλλογισμοὺς συνήθεις παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, οἵους καὶ αὐτὸς μεταχειρίζεται ἔν τισι τῶν δημωδεστέρων αὐτοῦ ἔργων, Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 1, 4. Φυσ. 4. 10, 1, Ἠθ. Ν. 1. 13, 6, Πολ. 3. 6, 5., 7. 1, 2· οὕτως ἀκριβῶς καὶ τὸ λόγοι ἐγκύκλιοι (ἴδε ἐγκύκλιοι)· ἐν Ἠθ. Εὐδ. 1. 8, 4, ῥητῶς ἀντιτίθεται πρὸς τὸ κατὰ φιλοσοφίαν, ἴδε Bonitz, Πίνακ. Ἀριστ. (Index Aristotelicus) σ. 104. 44 κἑξ.· πρβλ. ἐσωτερικός· - οἱ ἐξωτερικοί, οἱ ἀρχάριοι μαθηταὶ τοῦ Πυθαγόρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀκροαματικούς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 4. 16, Fin. 5. 12, Γέλλ. 20. 5, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 448.