ἀδικέω
English (LSJ)
Aeol. ἀδικήω Sapph.1.20, Dor. ἀδικίω Tab.Heracl.1.138: Ion. impf. ἠδίκεον or
A ἠδίκευν Hdt.1.121:—Pass., fut. in med. form ἀδικήσομαι E.IA1436, Th.5.56, etc.; also ἀδικηθήσομαι Apollod.1.9.23, etc.: —to be ἄδικος, do wrong (defined by Arist.Rh.1368b6 τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον, cf. ἀδίκημα), τῶν ἀδικησάντων τίσις ἔσσεται those who have sinned, h.Cer.367; freq. in Hdt. and Att.; τἀδικεῖν wrong-doing, S.Ant.1059; τὸ μὴ ἀδικεῖν righteous dealing, A.Eu.85,749:— in legal phrase, do wrong in the eye of the law, the particular case being added in part., as Σωκράτης ἀ. . . ποιῶν . . καὶ διδάσκων Pl.Ap.19b, cf. X.Mem.1.1.1: c. acc. cogn., ἀδικίαν, ἀδικήματα, etc., Pl.R.344c, 409a, cf. Arist.Rh.1389b7; also ἀ. οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ Hdt.3.145; ἀ. πολλά, μεγάλα, etc., Pl.Smp.188a, al.; οὐδέν, μηδὲν ἀ. ib., al.:—ἀ. περὶ τὰ μυστήρια D.21.175, cf. IG2.811c154; ἀ. εἰς πόλιν, κτῆμα, Lib. Or.15.39, 31.7:—in games or contests, play foul, Ar.Nu.25, Arist. EN1123b32. b in pres., to be in the wrong, εἰ μὴ ἀδικῶ γε if I am not mistaken, Pl.Chrm.156a. II trans. c. acc. pers., wrong, injure, Archil.Supp.2.13, Sapph.1.20, Epich.286, Hdt.1.112, etc.:— ruin, of a girl, Men.Georg.30: c. dupl. acc., wrong one in a thing, Ar. Pl.460; ἃ πολλοὺς ὑμῶν ἠδίκηκεν D.21.129; μείζον' ἢ ἐλάττονα ἀ. τινά 20.124; ἀ. ἀδικίαν περί τινας Pl.Lg.854e:—Pass., to be wronged, injured, μὴ δῆτ' ἀδικηθῶ S.OC174; ἀ. εἴς τι E.Med.265; μέγιστα ἀ. Aeschin.3.84; οὔτ' ἀδικεῖ οὔτ' ἀδικεῖται Pl.Smp.196b, etc.; pres. ἀδικεῖται, -ούμενος used for the pf. ἠδίκηται, -ημένος (v. supr. 1), Antipho 4.4.9, Pl.R.359a: c. acc., to be defrauded of, μισθὸν ἀδικίας v.l. in 2 Ep.Pet.2.13. 2 harm, injure, ἀ. γῆν Th.2.71, etc.; ἵππον X.Eq.6.3; esp. in Medical sense, ἄνθρωπον Hp.Nat.Hom.9; νεφρούς Diph.Siph. ap. Ath.2.62f; τέμνειν καὶ θλᾶν καὶ ὁπωσοῦν ἄλλως ἀ. Gal. UP13.8, cf. Archig. ap. Philum.Ven.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῐκέω: Σόλων 4. 22, Ἀττ.: Ἰων. παρατ. ἠδίκεον ἢ -ευν, Ἡρόδ. 1. 121. - Παθ., μέλλ. κατὰ μέσ. τύπον ἀδικήσομαι, Εὐρ. Ἰ. Λ. 1437, Θουκ. 5. 56, Πλάτ., κτλ.˙ καὶ μετὰ παθ. τύπου ἀδικηθήσομαι, Ἀπολλόδ. 1. 9, 23, ἄλλη γραφὴ ἐν Δημ. 507. 16, κτλ. Εἶμαι ἄδικος, πράττω ἀδικίαν, (ὁριζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 1. 10, 3, τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον, πρβλ. ἀδίκημα), πρῶτον ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 368, ἔνθα σημαίνει πράττω τὸ κακὸν ἐνώπιον τῶν θεῶν, ἁμαρτάνω· - ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., τἀδικεῖν, πράττειν τὸ κακόν, Σοφ. Ἀντ. 1059˙ τὸ μἀδικεῖν, δίκαιος τρόπος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 85, 749˙ ἀλλά, σχήσει τὸ μἀδικεῖν, θὰ καταπαύσῃ, ἐμποδίσῃ τὴν ἀδικίαν, αὐτόθι 691. - ἐν τῇ δικανικῇ γλώσσῃ, τὸ πράττειν παρὰ τὸν νόμον, ὁπότε τὸ ἀναφερόμενον ἀδίκημα συνάπτεται κατὰ μετοχήν, οἷον, Σωκράτης ἀδικεῖ ... ποιῶν ... καὶ διδάσκων, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. ἐν ἀρχ. Ἂν δὲ συναφθῇ αἰτιατ. τοῦ πράγματος, πρέπει ἢ νὰ εἶναι σύστοιχος, ἀδικίαν, ἀδικήματα, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344C, 409A, ἢ ἐπίθετόν τι ἔχον ἐν ἑαυτῷ τὴν ἔννοιαν τῆς συστοίχου ταύτης αἰτιατικῆς, ὡς, ἀδ. οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ, Ἡρ. 3. 145˙ ἀδικεῖν πολλά, μεγάλα, κτλ., Πλάτ. Συμπ. 188Β, καὶ ἀλλ.˙ οὐδέν, μηδὲν ἀδ., αὐτόθι Α, καὶ ἀλλ.˙ - ὡσαύτως˙ ἀδ. περὶ τὰ μυστήρια, Δημ. 571. 15˙ ἀδ. εἴς τινα, πρβλ. Bast. Ep. Cr. σ. 15. -Ὁ ἐνεστὼς συχνάκις λαμβάνει σημασίαν παρακειμένου, ἔχω πράξῃ ἀδικίαν, ἔχω ἄδικον˙ (ὁ δὲ παρακείμενος ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἂν οὐχὶ πάντοτε, εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ μεταβ. σημασ.) ὡς, εἰ μὴ ἀδικῶ, εἰ μὴ ἀδικῶ γε, δηλ. ἐκτὸς ἐὰν ἔχω ἄδικον, ὅπερ ὑπονοεῖ βεβαιότητα περὶ τοῦ ἐναντίου = ἔχω δίκαιον. Heind., Πλάτ. Χαρμ. 156 Α. ἴδε ΙΙ. Ι. τέλ. ΙΙ. μεταβατ. μ. αἰτ. προσώπου = κάμνω ἄδικον εἴς τινα, ἀδικῶ, βλάπτω, πρῶτον παρ’ Ἡροδότῳ 1. 112, 121, καὶ ἀλλ. καὶ παρ’ Ἀττ: - μετὰ διπλ. αἰτιατ. = ἀδικῶ, βλάπτω τινὰ εἴς τι. Ἀριστοφ. Πλ. 460˙ ἃ πολλοὺς ἡμῶν ἠδίκηκεν, Δημ. 556, 27˙ τὰ μέγιστα, ἔσχατα ἀδ. τινά, Οὐόλφ. εἰς Λεπτίν. 494. 20˙ ἀλλά, καὶ ἀδ. τινα περί τινος, Πλάτ. Νόμ. 854Ε˙ ἀδ. τινα εἰς ὕβριν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12. 15. -Παθ. = βλάπτομαι, πάσχω ἀδικίαν· μὴ δῆτ’ ἀδικηθῶ, Σοφ. Ο. Κ. 174˙ -ἀδ. εἴς τι, Εὐρ. Μήδ. 265. - μεγάλα ἀδ., Αἰσχίν. 65. 35˙ -οὔτ’ ἀδικεῖ, οὔτ’ ἀδικεῖται, Πλάτ. Συμπ. 196Β. κτλ. - Ὁ ἐνεστ. ἀδικεῖται, -ούμενος εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παρακειμ. ἠδίκηται, -ημένος (ἴδε ἀνωτ. Ι.), Ἀντιφῶν 129. 6, Πλάτ. Πολ. 359 Α. κτλ. πρβλ. ἀδίκειμι. 2) πλειότερόν τι τοῦ βλάπτειν ἢ κακῶς ποιεῖν: ἀδ. γῆν, Θουκ. 2. 71., κτλ. ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 6. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠδίκουν, f. ἀδικήσω, ao. ἠδίκησα, pf. ἠδικηκα;
I. intr.
1 être injuste, commettre une injustice, avoir un tort, être coupable;
2 être coupable au regard de la loi, agir illégalement : Σωκράτης ἀδικεῖ ποιῶν… καὶ διδάσκων PLAT Socrate est coupable en faisant… et en instruisant ; ὁ ἀδικῶν ATT le délinquant, l’accusé ; ὁ ἀδικούμενος ATT le plaignant, l’accusateur;
II. tr.
1 faire tort à ; τινά à qqn ; τί τινα causer un dommage à qqn ; τὰ μέγιστα ἀδ. τινά causer les plus grands dommages à qqn ; Pass. (f. ἀδικήσομαι, postér. ἀδικηθήσομαι) subir une injustice, un tort, un dommage;
2 gâter, endommager, avarier.
Étymologie: ἄδικος.