ἐφημέριος
English (LSJ)
Dor. ἐφᾱμ-, ον, also a, ον Pi.N.6.6: (ἡμέρα):—
A on, for or during the day, οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν Od.4.223; by day, opp. μετὰ νύκτας, στάθμα Pi.l.c. 2 for a day only, ἐφημέρια φρονέοντες taking no thought for the morrow, Od.21. 85; κῆδος ἐ. short-lived, Thgn.656; of men, ἐφημέριοι creatures of a day, A.Pr.547 (lyr.), Ar.Av.687; θνατά τε καὶ ἐφαμ. ζῷα Ti.Locr. 99d. 3 for the day, daily, ὰμβροσία Plu.2.938b; λάτρις ἐ. hired by the day, Thgn.486; μισθός AP7.634 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 1117] auch 3 Endgn, ἐφαμερία στάθμη Pind. N. 6, 6; auf, für den Tag; οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι δάκρυ, für den Tag, an dem Tage vergösse er keine Thräne, Od. 4, 223; ἐφημέρια φρονεῖν, nur auf einen Tag, nicht an die Zukunft denken, 21, 85; οἱ ἐφημέριοι heißen die Menschen wegen der Kürze ihres Daseins im Vergleich mit der unendlichen Zeit, Aesch. Prom. 546; Ar. Av. 687 u. sp. D., wie Ep. ad. 655 fort, 3271; θνατὰ καὶ ἐφαμέρια ζῷα Tim. Locr. 99 d. Vgl. das in Prosa gebräuchliche ἐφήμερος; – λάτρις ἐφημέριος, der für den Tag arbeitet, Taglöhner, Theogn. 486; θυμός, wankelmüthig, unbeständig, 960. – Tag für Tag, täglich, κῆδος Theogn. 656; μισθός Antiphil. 35 (VII, 634).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφημέριος: Δωρ. ἐφᾱμ-, ον, ὡσαύτως α, ον, Πινδ. Ν. 6. 10, (ἡμέρα): - κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας, ὃς τὸ καταβρόξειεν... οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν, «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ἐν ᾗ ἔπιεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 223· ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθετον τῷ μετὰ νύκτας, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μόνον ἐπὶ μίαν ἡμέραν, διὰ τὴν ἡμέραν, ἐφημέρια φρονέοντες, μηδόλως φροντίζοντες περὶ τῆς αὔριον, Ὀδ. Φ. 85· κῆδος ἐφ., διαρκῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν, βραχυχρόνιον, Θέογν. 656· συχνάκις ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐφημέριοι, πλάσματα ἐφήμερα, Αἰσχύλ. Πρ. 546, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687· θνατά τε καὶ ἐφαμ. ζῷα Τίμ. Λοκρ. 99D. 3) διὰ τὴν ἡμέραν, καθημερινός, ἀμβροσία Φερεκύδ. παρὰ Πλουτ. 2. 938Β· λάτρις ἐφ., ὑπηρέτης ἡμερήσιος, μισθωθεὶς «μὲ τὴν ἡμέραν», Θέογν. 656· μισθὸς Ἀνθ. Π. 7. 634. - Πρβλ. ἐφήμερος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui dure un jour;
2 qui ne dure qu’un jour, éphémère : ἐφημέριοι ESCHL les hommes, créatures d’un jour ; ἐφημέρια φρονέοντες OD qui ne pensent qu’au jour le jour, qui ne songent pas au lendemain.
Étymologie: ἐπί, ἡμέρα.