ὁρμίζω

Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

Ep. fut.

   A -ίσσω Il.14.77: aor. ὥρμισα Od.4.785, etc.:— Med. and Pass., fut. -ιοῦμαι Th.6.42 : aor. ὡρμισάμην Hdt.9.96, Th. 2.86, etc.: less freq. ὡρμίσθην (v. infr.): pf. ὥρμισμαι E.IT1328: (ὅρμος II):—bring to a safe anchorage, bring into harbour, moor, anchor, νῆα Od.3.11, 12.317, cf. Hdt.6.107 ; ἐπ' ἀγκυρῶν [τριήρεις] Th.7.59 ; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν moored the ship in the deeper water, Od.4.785, 8.55 ; ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκόν, λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥσπερ ἀγκύρας X.An.3.5.10 ; οἴκαδ' ὁ. πλάτην bring the ship safe home, E.Tr.1155 (v. l.); ὁ. τινὰ εἰς λιμένας, of Zeus, AP9.9 (Jul. Polyaen.); bring to land, ἀσπίδα . . θάλασσα . . παρὰ τύμβον . . ὥρμισεν ib.115: metaph., ἐν σπαργάνοισι παιδὸς ὁρμίσαι δίκην that she wrapped it safely, put it to rest, in swathing bands, A.Ch.529.    II Med. and Pass., come to anchor, lie at anchor, Hdt.9.96, Antipho 5.22 ; Κύπριδος ὁρμισθεῖσα . . ἐν λιμένεσσιν Emp.98.3, cf. E.Or.242 ; ἐπὶ τῷ Ῥίῳ, ἔξω [τοῦ Ῥίου] ὡρμίσαντο, Th.2.86; ὡρμίσαντο παρὰ τῇ Χερρονήσῳ X.An.6.2.2 ; πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς πέδον having come to a place and anchored there, S.Ph.546 ; πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθείς X.HG1.4.18 ; ὡρμίσαντο εἰς Ἁρμήνην Id.An.6.1.15, cf. D.7.15, etc.; ταῖς λοιπαῖς [ναυσὶν] ἐς τὸ νησίδιον ὁρμίζονται Th.8.11.    2 metaph., to be in haven, i. e. rest in safety, εἰς λιμένα τὸν τῆς τέχνης Philem. 213.9 ; ὁρμίζεσθαι τὴν τελευταίαν ὅρμισιν, i.e. to die, Ael.Fr.79 ; ἐκ τύχης ὡρμισμένον dependent on . ., E.HF203.

German (Pape)

[Seite 382] (ὅρμος, vgl. ὁρμέω), auf einen sichern Ankerplatz, in die Bucht bringen, vor Anker legen, einlootsen, ναῦν, Od. 3, 11. 12, 317; Her. 6, 107; ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσσομεν, ὑψοῦ ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν, ein Schiff auf hoher See vor Anker legen, Il. 14, 77 Od. 4, 785. 8, 55; pass. vor Anker gehen, liegen, ὡρμίσθη εἰς Φοινικοῦντα, Xen. Hell. 4, 8, 7; πρὸς τὴν γῆν, 1, 4, 18; Soph. τύχῃ πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς πέδον, an dasselbe Land gelandet, Phil. 572; Eur. δεσμοῖς ναῦς ὅπως ὡρμισμένος, Herc. Fur. 1094; ναῦς Ὀρέστου κρύφιος ἦν ὡρμισμένη, I. T. 1328; ναῦς ὡρμισμένη auch Ar. Thesm. 1106; ὡς οἴκαδ' ὁρμίσῃ πλάτην Eur. Troad. 1155; übertr. auf Landmärsche, στρατὸν ὁρμίσας εἰς γῆν, Or. 352; – καταγομένας τὰς νέας ὥρμιζε, Her. 6, 107; med., οἱ αὐτοῦ ὁρμισάμενοι, die sich dort vor Anker gelegt hatten, 9, 96; vgl. Thuc. 2, 86; Xen. An. 6, 2, 1. Xen. sagt auch von Schläuchen, die statt einer Brücke dienen sollen und mit angebundenen Steinen fest gelegt werden, ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκὸν λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥςπερ ἀγκύρας εἰς τὸ ὕδωρ, An. 3, 5, 10. Sp., wie Pol. 5, 17, 9, oft; auch übertr., in Sicherheit u. Ruhe bringen.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμίζω: μέλλ. –ίσω, Ἐπικ. –ίσσω Ἰλ. Ξ. 77: ἀόρ. ὥρμισα Ὀδ. Δ. 785, Ἀττ., Μέσ. καὶ Παθ., μέλλ. –ιοῦμαι Θουκ. 6. 42: ἀόριστ. ὡρμισάμην Ἡρόδ., Ἀττ., ἧττον συχνὸν ὡρμίσθην (ἴδε κατωτ.): πρκμ. ὥρμισμαι Εὐρ. Ι. Τ. 1358: πρβλ. ἐφ-, καθ-, προσορμίζω: (ὅρμος ΙΙ). Φέρω εἰς ἀσφαλὲς μέρος πρὸς ἀγκυροβόλησιν, φέρω εἰς λιμένα, προσορμίζω, ναῦν Ὀδ. Γ. 11, Μ. 317, Ἡρόδ. 6. 107· ἐπ’ ἀγκυρῶν [τριήρεις] Θουκ. 7. 59· ὑψοῦ δ’ ἐν νοτίῳ τήνγ’ ὥρμισαν, ἠγκυροβόλησαν εἰς τὰ «ἀνοικτά», Ὀδ. Δ. 785, Θ. 55 (ἐπὶ Ὁμήρου ὡς ἄγκυραι ἐχρησίμευον ἁπλῶς μεγάλοι λίθοι, ἴδε εὐνὴ ΙΙ): ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκόν, λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥσπερ ἀγκύρας, στερεώσας ἕκαστον ἀσκὸν διὰ τῆς ἐξαρτήσεως καὶ καταβυθίσεως λίθων δίκην ἀγκυρῶν, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· οὕτω, προσορμίζω, νῆα ὡρμίσαμεν, «ἐνεωλκήσαμεν» Σχόλ., «ἐν ὅρμῳ ἐστήσαμεν. ὅτι ὅρμος φαίνεται καὶ ἐνταῦθα σαφῶς τόπος λιμένος ἔνθαναῦς ὁρμεῖ» Εὐστ., Ὀδ. Μ. 317· - οἴκαδε ὁρμ. πλάτην, φέρω τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς εἰς τὴν πατρίδα, Εὐρ. Τρῳ 1155· ὁρμ. τινὰ εἰς λιμένας, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἀνθ. Π. 9. 9· - φέρω εἰς τὴν ξηράν, θάλασσα ἀσπίδα ... παρὰ τύμβον … ὥρμισεν αὐτόθι 115· - μεταφορ., ἐν σπαργάνοισιν παιδὸς ὁρμίσαι δίκην, ὅτι δίκην παιδὸς ἐτοποθέτησεν αὐτὸν (τὸν δράκοντα) ἐν σπαργάνοις, Αἰσχύλ. Χο. 529. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., προσορμίζομαι, ἀγκυροβολῶ, Ἡρόδ. 9. 96, Ἀντιφῶν 132. 5· ὁρμισθεῖσα ... ἐν λιμένεσσιν Ἐμπεδ. 208, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 242· ἐπὶ τῷ Ῥίῳ, ἔξω τοῦ Ῥίου ὡρμίσαντο Θουκ. 2. 86· καὶ ὡρμίσαντο παρὰ τῇ Ἀχερουσιάδι Χερρονήσῳ Ξεν. Ἀν. 6. 2, 2· πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς πέδον, ἐλθὼν καὶ ἀγκυροβολήσας εἰς τὴν αὐτὴν παραλίαν, Σοφ. Φιλ. 546· πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθεὶς Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 18· οὕτως, ὡρμίσαντο εἰς Ἁρμήνην ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 15, πρβλ. Δημ. 80. 10, κτλ.· ταῖς λοιπαῖς [ναυσὶν] εἰς τὸ νησίδιον ὁρμίζονται Θουκ. 8. 11. 2) μεταφορ., εἶμαι ἐν τῷ λιμένι, δηλ. διατελῶ ἐν ἀσφαλείᾳ, εἰς λιμένα τὸν τῆς τέχνης Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1: ὁρμίζεσθαι τὴν τελευταίαν ὅρμισιν, δηλ. ἀποθνήσκειν, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ὅρμον: ὁρμίζεσθαι ἐκ τύχης, ἐξαρτᾶσθαι ἐκ..., Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 230. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.

French (Bailly abrégé)

f. οῥμίσω, ao. ὥρμισα, pf. inus.
mettre au mouillage dans un port ou dans une baie ; mettre en sûreté à l’ancre : νῆα THC un navire ; ὁρμ. ὕψι IL ou ὑψοῦ ἐν νοτίῳ OD arrêter un navire en pleine mer (pour qu’il ne flotte pas à la dérive) ; ὁρμ. ἐπ’ ἀγκυρῶν THC mettre (des trirèmes) à l’ancre dans un port ; p. anal. : ὁρμ. ἀσκούς XÉN fixer des outres (comme des navires à l’ancre) ; Pass. être à l’ancre ; avec idée de mouv. pousser ou diriger un navire vers un lieu où l’on jette l’ancre;
Moy. ὁρμίζομαι se mettre au mouillage ; jeter l’ancre.
Étymologie: ὅρμος.

English (Autenrieth)

aor. ὡρμίσαμεν, subj. ὁρμίσσομεν: bring to anchor, moor, νῆα.