ἡλίκος

Revision as of 17:45, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

[ῐ], η, ον,

   A as big as, πόσος τις; μικρός, ἡλίκος Μόλων Ar.Ra. 55; τί τοσοῦτον ὕβρισεν, ἡλίκον . .; D.21.147; τηλικοῦτος, ἡ. οὐδείς πω βασιλεύς Id.1.9.    2 of age, as old as, ἄνδρα . . ἡλίκον Θουκυδίδην Ar. Ach.703; τοῖσιν ἡλίκοισι νῷν, = τηλίκοις ἡλίκοι νώ, Id.Ec.465; οἱ ἡλίκοι ἐγώ,= τηλίκοι ἡλίκοι ἐγώ, Pl.La.180d: rare in Trag., ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι . . of what various ages . ., S.OT15.    3 in indirect questions, how big, how great, Thphr.Char.23.2, Crates Theb.18, etc.; ὁρῶν ἡ. ἐστὶ Φίλιππος D.6.6, cf. Pl.Chrm.154b; freq. in expressions of wonder, θαυμάσι' ἡλίκα extraordinarily great, D.19.24; θαυμαστὸν ἡλίκον Id.24.122; μέγιστα ἡλίκα Luc.Merc.Cond.13; also, how small, ἰδοὺ ἡλίκον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει Ep.Jac.3.5; ἂν ἴδω γὰρ ἡλίκον ἰχθὺν ὅσου τιμῶσι Antiph.166.6, cf. Luc.Herm.5.    4 in exclamations, ἡλίκον λαλεῖς Men.Sam.40. (Compd. of yo-, relat. Pron. stem (cf. ὅς), and -āli- (cf. ἧλιξ), with suffix -κο-; cf. πηλίκος, τηλίκος.)

German (Pape)

[Seite 1162] (Correlativum zu πηλίκος), so groß wie; bei Ar. Ran. 55 wird auf die Frage πόθος; πόσος τις; geantwortet μικρός, ἡλίκος Μόλων, klein, so groß (oder so klein) wie Molon; κατεστήσαμεν τηλικοῦτον, ἡλίκος οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονε Μακεδονίας, so groß, so mächtig, wie noch Keiner, Dem. 1, 9; auch = so alt wie, Ar. Ach. 668; in indir. Frage, wie groß, αὐτίκα εἴσει καὶ ἡλίκος καὶ οἷος γέγονε Plat. Charm. 154 b; ἡλίκα γ' ἐστὶ τὰ διάφορα οὐδὲ λόγου προσδεῖ Dem. 1, 27; τοῦτο δὲ ἡλίκον ἐστί, θεωρήσατε, wie bedeutend es ist, 20, 32; ὁρῶν, ἡλίκος ἤδη καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος, wie mächtig, 6, 6; ἁλίκα τραύματα ποιεῖς Theocr. 19, 6; auch = wie alt, ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖσι Soph. O. R. 15; – bes. im staunenden od. bewundernden Ausrufe, θαυμαστὸς ἡλίκος, Wunder wie groß, Dem. 19, 24; τῷ μεγάλα ἢ θαυμάσια ἡλίκα δοῦναι 20, 41; Sp.; Luc. vrbdt μέγιστα ἡλίκα τἀγαθά, de merc. cond. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλίκος: ῐ, η, ον, ὅσος, ὁπόσος, πόσος τις; ἀπόκρ: μικρός, ἡλίκος Μόλων, Ἀριστοφ. Βατρ. 55· τί τοσοῦτον ὕβρισεν, ἡλίκον... Δημ. 562. 7. 5) ἐπὶ ἡλικίας, ἄνδρα… ἡλίκον Θουκυδίδην Ἀριστοφ. Ἀχ. 703· τοῖσιν ἡλίκοισι νῶν = τηλίκοις ἡλίκοι νὼ ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 465· οἱ ἡλίκοι ἐγὼ = τηλίκοι ἡλίκοι ἐγὼ, Πλάτ. Λάχ. 180D· ― σπάν. παρὰ Τράγ., ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι Σοφ. Ο. Τ. 15. 3) ἐπὶ πλαγίων ἐρωτήσεων, πόσον μέγας, ἂν ἴδω γὰρ ἡλίκον ἰχθὺν ὅσου τιμῶσιν Ἀντιφάν. Νεαν. 1. 6· συχνάκις ἐν ἐκφράσεσι θαυμασμοῦ, θαυμάσια ἡλίκα, θαυμασίως, ἐκτάκτως μεγάλα, ὡς ἐν τῷ Λατ. mirum quantum, Δημ. 348. 24, πρβλ. 469. 18· οὕτω, μέγιστα ἡλίκα τἀγαθὰ Λουκ. π. τ. ἐπὶ μισθ. συνόντ. 13· ὡσαύτως, πόσον μικρός, Λατ. quantulus, Λουκ. Ἑρμοτ. 5. ― Ἐν ἐρωτήσεσιν εἰς τὸ πηλίκος ἀνταποκρίνεται τὸ τηλίκος ἢ τηλικοῦτος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
combien grand ou petit, aussi grand ou petit que :
I. d’ord. aussi grand que :
1 en parl. de la taille;
2 en parl. de l’âge de quel âge, du même âge que ; ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖσι SOPH tu vois de quels âges différents nous sommes, nous qui approchons de tes autels;
3 en parl. de la puissance τηλικοῦτος ἡλίκος οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονε DÉM aussi grand que le devint jamais aucun roi ; ἡλίκων ἤδη καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος DÉM de quels puissants États et de combien Philippe est déjà le maître;
4 pour marquer l’étonnement θαυμάσι’ ἡλίκα DÉM merveilleusement grand ; μέγιστα ἡλίκα ἀγαθά LUC avantages extraordinairement grands;
II. combien petit.
Étymologie: ἧλιξ.

English (Strong)

from helix (a comrade, i.e. one of the same age); as big as, i.e. (interjectively) how much: how (what) great.