τροφή

Revision as of 18:06, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

ἡ, (τρέφω)

   A nourishment, food, Hdt.3.48, S.Ph.32,953, Th.1.5, Ev.Matt. 3.4, Gal.6.35, Iamb.VP3.16, etc.; ἡ καθ' ἡμέραν ἀναγκαία τ. Th.1.2; the means of maintaining an army, provisions, forage, τροφὴν παρέχειν Id.8.57, cf. 6.93: pl., OGI56.70 (Canopus, iii B. C.), etc.    2 βίου τροφαί way of life, livelihood, living, S.OC338,446; τροφή alone, δουλίαν ἕξειν τροφήν Id.Aj.499, cf. OC362; φεῦ τῆς ἀνύμφου . . σῆς τροφῆς Id.El.1183; τὰς ἐκ γῆς τ. ηὕρετο Pl.Prt.322a: then, simply, mode of life, δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τ. Id.Phd.81d, cf. 84b; βώμιοι τ. E.Ion 52.    3 that which provides or procures sustenance, as the bow of Philoctetes, χερὶ πάλλων τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν S.Ph.1126 (lyr.).    4 a meal, τροφαῖς τέτταρσιν ἐχρῶντο Philem.Gloss. ap. Ath. 1.11d.    II nurture, rearing, παιδία . . τρέφειν . . τροφήν τινα τοιήνδε Hdt.2.2, cf. 3; χάριν τροφᾶς ἀμείβων v.l. in A.Ag.729 (lyr.); νέας τροφῆς στερηθείς S.Aj.511; μητρὸς τ. E.Ion 1377: freq. in pl., ἐν τροφαῖσιν while in the nursery, opp. ἐφηβήσας, A.Th.665; ἠνυτόμαν τροφαῖς Id.Ag.1159 (lyr.); ὦ δυσάθλιαι τ. S.OC330; αἱ ἐμαὶ τ. E.Tr.1187; τ. δημόσιαι Arist.Rh.1361a36; ἐκτίνων τροφάς, much like τροφεῖα, A.Th. 548; οἷς ὀδύνας ἀντὶ τροφῶν ἔλιπον IG12(5).973 (Tenos).    2 education, E.Hec.599 (pl.); τ. τε καὶ παιδεία Pl.Alc.1.122b, cf. Arist. EN1179b34, 1180a26, al.    3 rearing or keeping of animals, Hdt. 2.65; τροφαῖς ἵππων Pi.O.4.16.    III sts. in Poets for the concrete θρέμμα, brood, νέα τ. a new generation, S.OT1, cf. A.Th. 786 (lyr.); of animals, ἀρνῶν τροφαί, i.e. young lambs, E.Cyc. 189.    IV a place in which animals are reared, ἰβίων τροφαί PTeb. 5.70, cf. 62.19, al. (ii B. C.), PPetr.3p.221 (iii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

τροφή: ἡ, (τρέφω) ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ἐσθιόμενον πρὸς θρέψιν τοῦ σώματος καὶ διατήρησιν αὐτοῦ, χυδ. «θροφή», τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος ἐποιήσαντο νόμον φέρεσθαι, ἵνα ἁρπάζοντες οἱ τῶν Κερκυραίων παῖδες ἔχοιεν τροφὴν Ἡρόδ. 3. 48· οὐδ’ ἔνδον οἰκοποιός ἐστί τις τροφή; δηλ. πάντα τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φ. 32, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. εἴσειμι πρός σε ψιλός, οὐκ ἔχων τροφὴν αὐτόθι 953, Θουκ. 1. 5, κλπ.· ἡ καθ’ ἡμέραν τρ. αὐτόθι 2, κλπ.· τροφὴν παρέχειν, τὰ μέσα πρὸς διατήρησιν στρατεύματος, τὰ ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι, προνομή, ὁ αὐτ. 8. 57, πρβλ. 6. 93. 2) βίου τροφὴ ἢ τροφαί, τρόπος τοῦ ζῆν, ὦ πάντ’ ἐκείνῳ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου, τροφὰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 338, 446· οὕτω, τροφὴ καθ’ ἑαυτό, δουλίαν ἕξειν τροφὴν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 499. πρβλ. Ο. Κ. 362· φεῦ τῆς ἀνύμφου... σῆς τροφῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1183· τὰς ἐκ γῆς τρ. εὕρετο Πλάτ. Πρωτ. 322Α ἀκολούθως ἁπλῶς, τρόπος ζωῆς, ζωή, δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 81D, πρβλ. 84Β βώμιοι τρ. Εὐρ. Ἴων 52. 3) δὸ δι’ οὗ τις προμηθεύει εἰς ἑαυτὸν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, οἷον τὸ τόξον τοῦ Φιλοκτήτου, χερὶ πάλλων τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν Σοφ. Φ. 1126. 4) φαγητόν, τροφαῖς τέτταρσιν ἐχρῶντο Ἀθήν. 11D κἑξ. ΙΙ. τροφή, ἀνατροφή, παιδία... τρέφειν... τροφήν τινα τοιήνδε Ἡρόδ. 2, πρβλ. 3· χάριν τροφῆς ἀμείβων Αἰσχύλ. Ἀγ. 729· νέας τροφῆς στερηθεὶς Σοφ. Αἴ. 510· τρ. μητρὸς Εὐρ. Ἴων 1377· συχν. ἐν τῷ πληθ., ἐν τροφαῖσιν, ἐν ᾧ εἶναι τις εἰς χεῖρας τῆς τροφοῦ, ἀντίθ. τῷ ἐφηβήσας, Αἰσχύλ. Θήβ. 665· ἠνυτόμαν τροφαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1159· ὦ δυσάθλιαι τρ. Σοφ. Ο. Κ. 328· αἱ ἐμαὶ τρ. Εὐρ. Τρῳ. 1187· τρ. δημόσιαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκτίνειν τροφάς, σχεδὸν ὡς τὸ τροφεῖα, Αἰσχύλ. Θήβ. 548. 2) ἀνατροφή, Εὐρ. Ἑκ. 599. τρ. τε καὶ παιδεία, συνημμένα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 8., 10, 13, κ. ἀλλ. 3) τὸ τρέφειν, διατηρεῖν ζῷα, Ἡρόδ. 2. 65· τροφαῖς ἵππων Πινδ. Ο. 4. 24. ΙΙΙ. ἐνίοτε παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου θρέμμα· ὦ τέκνα, Κάδμου τοῦ πάλαι νέα τροφή, νέα θρέμματα, νέα γενεά, Σοφ. Ο. Τ. 1· πρβλ. ἐπίκοτος· - ἐπὶ ζῴων, ἀρνῶν τροφαί, = ἄρνες ἐκτεθραμμένοι, Εὐρ. Κύκλ. 189.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. 1 action de nourrir, nourriture ; ἐν τροφαῖσιν ESCHL tandis qu’il était en nourrice ; éducation ; en gén. soin, entretien;
2 nourriture, aliment ; particul. approvisionnements d’une armée, etc. ; en gén. ressources d’une armée ; ce qui procure de la nourriture, ce qui fait vivre;
3 genre de vie, vie;
II. nourrisson ; génération.
Étymologie: τρέφω.

English (Strong)

from τρέφω; nourishment (literally or figuratively); by implication, rations (wages): food, meat.

English (Thayer)

τροφῆς, ἡ (τρέφω, 2perfect τέτροφα), food, nourishment: Xenophon, Plato, and following; the Sept. for לֶחֶם, אֹכֶל, מָזון, etc.)