άρρην
Greek Monolingual
-εν (AM ἄρρην και ἄρσην -εν)
1. ο αρσενικός
2. ο ανδρικός, ο γενναίος
3. ο ισχυρός
4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αττ. τ. του άρσην, με αφομοίωση.
ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης
(αρχ. -μσν.) αρρενότης.
ΣΥΝΘ. αρρενογόνος, αρρενωπός
αρχ.
αρρενόθηλυς, αρρενοκοίτης, αρρενοκυώ, αρρενομανής, αρρενομίκτης, αρενοποιώ, αρρενοπρεπής, αρρενοτόκος
αρχ.-μσν.
αρρενόπαις
μσν.
αρρενοβασία, αρρενοπίπης, αρρενωνυμώ].