αδολέσχης

Greek Monolingual

ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, -ον)
φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς
αρχ.
οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ως β' συνθ. της λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α' συνθ. της λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά μια άποψη, α' συνθ. της λ. είναι το ἄδην, δηλ. ἄδην + λέσχη (οπότε ἀδολέσχης = αυτός που μιλάει πολύ, «ο αφθόνως ομιλών»)
προβληματική όμως σ’ αυτή την περίπτωση είναι η μακρότητα του της λ. ἀδολέσχης. Κατ’ άλλη άποψη, το α' συνθ. της λ. ανήκει στους θεματικούς τύπους της οικογένειας του ἡδύς, ἁδύς (< Fαδύς) «γλυκύς», δηλ. το ᾱδο- της λ. ἀδολέσχης παράγεται από τ. -Faδo με - στερητ., κατόπιν σιγήσεως του ενδοφωνηεντικού F με συναίρεση (οπότε ἀδολέσχης = αυτός που δεν μιλάει γλυκά). Κατ’ άλλη, τέλος, άποψη, το α' συνθ. είναι ρηματικός τ. δηλ. ᾱδο- < ἀαδο- < ἀαδεῖν (= ὀχλεῖν)
ἀδολέσχης = ο «οχληρά ομιλών», ο ενοχλητικός.
ΠΑΡ. ἀδολεσχία
αρχ.
ἀδολεσχικός αρχ.-μσν. ἀδολεσχῶ].