αιματηρός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἱματηρός, -όν και -ός, -ά, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα)
2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος
3. επίμοχθος, σκληρός, κοπιαστικός, εξαντλητικός
αρχ.
1. ο κηλιδωμένος με αίμα, ματωμένος, αιμοσταγής
2. δολοφονικός, αιμοχαρής
3. αυτός που αποτελείται από αίμα, ο αιμάτινος
4. (για τα μάτια) φλογωμένος, ερεθισμένος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷματος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αιματηρότητα].