αλάβαστρο

Greek Monolingual

το και αλάβαστρος, ο (Α ἀλάβαστρον, το και ἀλάβαστ(ρ)ος ο, η)
λεπτοκοκκώδης έως στιφρή ποικιλία θειικού ασβεστίου (γύψου) και ασβεστίτη
νεοελλ.
κάθε αλαβάστρινο αντικείμενο
αρχ.
σφαιρικό αγγείο χωρίς λαβές για τη φύλαξη αρωμάτων, συνήθως κατασκευασμένο από αλάβαστρο
είναι πλατύ στη βάση και στενό στο στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἀλάβαστος της αρχαίας προήλθε πιθ. από το αιγυπτιακό 'αlabaste «αγγείο της θεάς Μπάστ (= Βουβάστεως)». Ο τ. ἀλάβαστρος (ο) είναι νεώτερος αναλογικός σχηματισμός κατά τα ουσ. σε -τρος (πρβλ. ἤλεκτρος, πέτρος κ.τ.ό.). Νεώτερος είναι επίσης ο τ. ἀλάβαστρον (το), που απαντά σε επιγραφή της Δήλου (3ος π.Χ. αιώνας) και στον Θεόκριτο. Κι ο τύπος αυτός σχηματίστηκε αναλογικά προς τα πολλά ουσ. σε -τρον που δήλωναν μέσο, εργαλείο, όργανο (πρβλ. ἄροτρον, βάκτρον, μάκτρον, πλῆκτρον κ.λπ.).
ΠΑΡ. ἀλαβαστρίνη, ἀλαβάστρινος, ἀλαβαστρίτης, ἀλαβαστρών
νεοελλ.
αλαβαστρένιος.
ΣΥΝΘ. αλαβαστροειδής
αρχ.
ἀλαβαστοθήκη, ἀλαβαστ(ρ)οφόρος].