αλώπηξ
Greek Monolingual
ἀλώπηξ (-εκος), η (Α)
1. το ζώο αλεπού
2. άνθρωπος πονηρός, πανούργος
3. είδος ιπτάμενου σκίουρου
4. είδος καρχαρία ή σκυλόψαρου (πρβλ. ἀλωπεκίας)
5. η αρρώστια αλωπεκία (και στον πληθ.) ἀλώπεκες, φαλακρά μέρη του κεφαλιού
6. στον πληθ. οι μυώνες της οσφυικής χώρας
7. κατά τον Ησύχιο και είδος χορού
8. φρ. «μῆτιν ἀλώπηξ», είναι αληθινή αλεπού ως προς την πανουργία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη της αρχαίας Ελληνικής που κυρίως χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως χαρακτηρισμός του πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. ἀλώπηξ απαντούν και σε άλλες γλώσσες
πρβλ. αρμεν. atues (γεν. -esu) «αλεπού», λιθ. lape, λετον. lapsa, αρχ. ινδ. lopāśa «τσακάλι», μεσαιων. περσ. rōpās «αλεπού» πρβλ. επίσης και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. volpes «αλεπού», λιθουαν. vilpišys «άγριος γάτος». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως προς το τερματικό στοιχείο τών παραπάνω τ. οφείλονται είτε σε λεξιλογικές συνδέσεις είτε σε λόγους ευφημισμού.
ΠΑΡ. ἀλωπεκία, ἀλωπεκίας, ἀλωπεκίασις
αρχ.
ἀλωπέκειος, ἀλωπεκιδεύς, ἀλωπέκιον, ἀλωπεκίς, ἀλωπός
αρχ.-μσν.
ἀλωπεκίζω.
ΣΥΝΘ. ἀλωπεκοειδής, ἀλωπέκουρος.