ανταπόκριση
Greek Monolingual
η (Α ἀνταπόκρισις)
η αναλογία, η αντιστοιχία
νεοελλ.
1. επικοινωνία με γραπτό ή προφορικό λόγο
2. ανταπόδοση
3. δημοσίευμα που στέλνεται σε εφημερίδα (ή πληροφορία σε ραδιόφωνο, τηλεόραση) από συνεργάτη-ανταποκριτή ο οποίος εργάζεται σε άλλη χώρα ή περιοχή
4. (για συγκοινωνιακά μέσα) συντονισμός του χρόνου άφιξης-αναχώρησης
μσν.
απάντηση.